Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

ΞΕΝΟΦΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Μετάφραση αρχαίου κειμένου
 

ΒΙΒΛΙΟ Β ΚΕΦΑΛΑΙΟ I (16-32)
[16]Τοιούτων δ ντων Θηραμένης επεν ν κκλησί τι ε βούλονται ατν πέμψαι παρ Λύσανδρον, εδς ξει Λακεδαιμονίους πότερον ξανδραποδίσασθαι τν πόλιν βουλόμενοι ντέχουσι περ τν τειχν πίστεως νεκα. Πεμφθες δ διέτριβε παρ Λυσάνδρ τρες μνας κα πλείω, πιτηρν πότε θηναοι μελλον δι τ πιλελοιπέναι τν στον παντα τι τις λέγοι μολογήσειν.
[17] πε δ κε τετάρτ μηνί, πήγγειλεν ν κκλησί τι ατν Λύσανδρος τέως μν κατέχοι, ετα κελεύοι ες Λακεδαίμονα έναι· ο γρ εναι κύριος ν ρωττο π’ ατο, λλ τος φόρους. Μετ τατα ρέθη πρεσβευτς ες Λακεδαίμονα ατοκράτωρ δέκατος ατός.
 
Μετάφραση 
Ενώ τα πράγματα βρίσκονταν σ’ αυτό το σημείο, ο Θηραμένης είπε στη Συνέλευση ότι θελήσουν να τον στείλουν στο Λύσανδρο, θα επιστρέψει γνωρίζοντας, αν οι Λακεδαιμόνιοι επιμένουν στο ζήτημα της κατεδάφισης των τειχών, επειδή θέλουν να υποδουλώσουν την πόλη ή για να έχουν κάποια εγγύηση καλής πίστης. Όταν όμως τον έστειλαν, έμεινε κοντά στο Λύσανδρο καθυστερώντας για περισσότερο από τρεις μήνες, περιμένοντας πότε οι Αθηναίοι, εξαιτίας της παντελούς έλλειψης τροφίμων, θα αποδέχονταν οποιουσδήποτε όρους τους πρότεινε κάποιος. 
Αφού, λοιπόν, επέστρεψε τέσσερις μήνες μετά, ανέφερε στη Συνέλευση ότι τάχα τον κρατούσε αρχικά ο Λύσανδρος, και στη συνέχεια τον διέταξε να πάει στη Λακεδαίμονα, γιατί δεν ήταν ο ίδιος αρμόδιος να δώσει απαντήσεις στα ζητήματα για τα οποία τον ρωτούσε, αλλά οι έφοροι. Μετά από αυτά εκλέχτηκε για να σταλεί μαζί με άλλους εννέα ως πρεσβευτής στη Λακεδαίμονα με απόλυτη πληρεξουσιότητα.   
----------------------------------------------------------------------------------
[18]Λύσανδρος δ τος φόροις πεμψεν γγελοντα μετ’ λλων Λακεδαιμονίων ριστοτέλην, φυγάδα θηναον ντα, τι ποκρίναιτο Θηραμένει κείνους κυρίους εναι ερήνης κα πολέμου. 
[19] Θηραμένης δ κα ο λλοι πρέσβεις πε σαν ν Σελλασί, ρωτώμενοι δ π τίνι λόγ κοιεν επον τι ατοκράτορες περ ερήνης, μετ τατα ο φοροι καλεν κέλευον ατούς. πε δ’ κον, κκλησίαν ποίησαν, ν ντέλεγον Κορίνθιοι κα Θηβαοι μάλιστα, πολλο δ κα λλοι τν λλήνων, μ σπένδεσθαι θηναίοις, λλ’ ξαιρεν.
 
Μετάφραση 
Ο Λύσανδρος έστειλε στους εφόρους, μαζί με άλλους Λακεδαιμονίους, τον Αριστοτέλη, ο οποίος ήταν Αθηναίος εξόριστος, για να τους ενημερώσει ότι απάντησε στο Θηραμένη πως αυτοί είχαν τη δικαιοδοσία να αποφασίζουν για πόλεμο και ειρήνη. 
Όταν, λοιπόν, ο Θηραμένης και οι άλλοι πρέσβεις έφτασαν στη Σελλασία και τους ρώτησαν για ποιο λόγο είχαν έρθει, αυτοί απάντησαν ότι είχαν έρθει με απόλυτη πληρεξουσιότητα να διαπραγματευτούν την ειρήνη. Τότε οι έφοροι διέταξαν να τους καλέσουν στη Σπάρτη. Όταν έφτασαν εκεί συγκάλεσαν συνέλευση, στην οποία και άλλοι πολλοί από τους Έλληνες, προπάντων όμως οι Κορίνθιοι και οι Θηβαίοι αντιπρότειναν να μην συνθηκολογήσουν με τους Αθηναίους, αλλά να τους αφανίσουν.
-----------------------------------------------------------------------------------
[20]Λακεδαιμόνιοι δ οκ φασαν πόλιν λληνίδα νδραποδιεν μέγα γαθν εργασμένην ν τος μεγίστοις κινδύνοις γενομένοις τ λλάδι, λλ’ ποιοντο ερήνην φ’ τά τε μακρ τείχη κα τν Πειραι καθελόντας κα τς νας πλν δώδεκα παραδόντας κα τος φυγάδας καθέντας τν ατν χθρν κα φίλον νομίζοντας Λακεδαιμονίοις πεσθαι κα κατ γν κα κατ θάλατταν ποι ν γνται.
[21] Θηραμένης δ κα ο σν ατ πρέσβεις πανέφερον τατα ες τς θήνας.
 
Μετάφραση
Οι Λακεδαιμόνιοι, όμως, αρνήθηκαν να υποδουλώσουν πόλη ελληνική, η οποία είχε προσφέρει πολύ μεγάλες υπηρεσίες στην Ελλάδα, όταν διέτρεχε τον έσχατο κίνδυνο. αλλά ήταν διατεθειμένοι να συνάψουν ειρήνη υπό τον όρο οι Αθηναίοι, αφού γκρεμίσουν τα Μακρά τείχη και τα τείχη του Πειραιά και παραδώσουν όλα τα πλοία τους, εκτός από δώδεκα και φέρουν πίσω τους εξόριστους, έχοντας τους ίδιους εχθρούς και φίλους με τους Λακεδαιμονίους να ακολουθούν αυτούς και στη στεριά και στη θάλασσα, όπου τους οδηγούν αυτοί. 
Ο Θηραμένης και οι πρέσβεις που ήταν μαζί του επέστρεψαν με αυτούς τους όρους στην Αθήνα.
--------------------------------------------------------------------------------
[22] Εσιόντας δ’ ατος χλος περιεχετο πολύς, φοβούμενοι μ πρακτοι κοιεν· ο γρ τι νεχώρει μέλλειν δι τ πλθος τν πολλυμένων τ λιμ. Τ δ στεραί πήγγελλον ο πρέσβεις φ’ ος ο Λακεδαιμόνιοι ποιοντο τν ερήνην· προηγόρει δ ατν Θηραμένης, λέγων ς χρ πείθεσθαι Λακεδαιμονίοις κα τ τείχη περιαιρεν. ντειπόντων δέ τινων ατ, πολ δ πλειόνων συνεπαινεσάντων, δοξε δέχεσθαι τν ερήνην.
[23] Μετ δ τατα Λύσανδρός τε κατέπλει ες τν Πειραι κα ο φυγάδες κατσαν κα τ τείχη κατέσκαπτον π’ αλητρίδων πολλ προθυμί, νομίζοντες κείνην τν μέραν τ λλάδι ρχειν τς λευθερίας.
 
Μετάφραση 
Καθώς έμπαιναν στην πόλη τους περικύκλωσε πλήθος κόσμου, επειδή φοβόταν μήπως είχαν επιστρέψει άπρακτοι· γιατί δεν χωρούσε πια άλλη αναβολή, καθώς ήταν πολλοί αυτοί που πέθαιναν από την πείνα. Την επόμενη μέρα οι πρέσβεις ανακοίνωσαν με ποιους όρους οι Λακεδαιμόνιοι θα έκαναν την ειρήνη· και εξ ονόματός τους μίλησε ο Θηραμένης που υποστήριξε ότι πρέπει να αποδεχτούν τους όρους των Λακεδαιμονίων και να γκρεμίσουν τα τείχη. Μερικοί διαφώνησαν μαζί του, οι περισσότεροι όμως επιδοκίμασαν τις προτάσεις του και αποφασίστηκε να δεχτούν την ειρήνη. 
Μετά από αυτά ο Λύσανδρος κατέπλευσε στον Πειραιά και οι εξόριστοι επέστρεψαν στην Αθήνα και πανηγυρίζοντας υπό τον ήχο των αυλών, άρχισαν με μεγάλη προθυμία να γκρεμίζουν τα τείχη, γιατί θεωρούσαν ότι εκείνη η μέρα ήταν η πρώτη της ελευθερίας στην Ελλάδα.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
[24] Λύσανδρος δ τς ταχίστας τν νεν κέλευσεν πεσθαι τος θηναίοις, πειδν δ κβσι, κατιδόντας τι ποιοσιν ποπλεν κα ατ ξαγγελαι. Κα ο πρότερον ξεβίβασεν κ τν νεν πρν αται κον. Τατα δ’ ποίει τέτταρας μέρας· κα ο θηναοι πανήγοντο.
 
Μετάφραση 
Ο Λύσανδρος εν τω μεταξύ έδωσε διαταγή στα πιο γρήγορα από τα πλοία του να παρακολουθήσουν τους Αθηναίους και αφού παρατηρήσουν τι κάνουν, όταν αποβιβαστούν, να φύγουν και να του δώσουν αναφορά. Και δεν αποβίβασε τους στρατιώτες του προτού γυρίσουν αυτά. Και το ίδιο επαναλάμβανε για τέσσερις μέρες, ενώ οι Αθηναίοι εξακολουθούσαν να ανοίγονται εναντίον του.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

[25] λκιβιάδης δ κατιδν κ τν τειχν τος μν θηναίους ν αγιαλ ρμοντας κα πρς οδεμι πόλει, τ δ’ πιτήδεια κ Σηστο μετιόντας πεντεκαίδεκα σταδίους π τν νεν, τος δ πολεμίους ν λιμένι κα πρς πόλει χοντας πάντα, οκ ν καλ φη ατος ρμεν, λλ μεθορμίσαι ες Σηστν παρνει πρός τε λιμένα κα πρς πόλιν· ο ντες ναυμαχήσετε, φη, ταν βούλησθε. 
[26] Ο δ στρατηγοί, μάλιστα δ Τυδες κα Μένανδρος, πιέναι ατν κέλευσαν· ατο γρ νν στρατηγεν, οκ κενον. Κα μν χετο.
 
Μετάφραση 
Ο Αλκιβιάδης παρατηρώντας ψηλά από τα τείχη του ότι οι Αθηναίοι ήταν αγκυροβολημένοι σε ακτή χωρίς λιμάνι και μακριά από κάποια πόλη και ότι προμηθεύονταν τα τρόφιμά τους από τη Σηστό που απείχε δεκαπέντε στάδια από τα πλοία, ενώ οι αντίπαλοί τους ήταν μέσα σε λιμάνι και κοντά σε πόλη και έτσι είχαν ό,τι χρειάζονταν, τους είπε ότι δεν είναι αραγμένοι σε καλό μέρος και τους συμβούλευε να μετασταθμεύσουν στη Σηστό όπου θα ήταν μέσα σε λιμάνι και κοντά σε πόλη∙ εκεί σταθμεύοντας, είπε, θα ναυμαχήσετε, όταν εσείς επιλέξετε. 
Οι στρατηγοί όμως, και κυρίως ο Τυδέας και ο Μένανδρος, τον διέταξαν να φύγει∙ γιατί τώρα αυτοί είναι στρατηγοί και όχι εκείνος. Και ο Αλκιβιάδης αποχώρησε αμέσως.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
[27] Λύσανδρος δ’, πε ν μέρα πέμπτη πιπλέουσι τος θηναίοις, επε τος παρ’ ατο πομένοις, πν κατίδωσιν ατος κβεβηκότας κα σκεδασμένους κατ τν Χερρόνησον, (περ ποίουν πολ μλλον καθ’ κάστην μέραν, τά τε σιτία πόρρωθεν νούμενοι κα καταφρονοντες δ το Λυσάνδρου, τι οκ ντανγεν), ποπλέοντας τομπαλιν παρ’ ατν ραι σπίδα κατ μέσον τν πλον. Ο δ τατα ποίησαν ς κέλευσε.
 
Μετάφραση 
Ο Λύσανδρος, την πέμπτη πια μέρα που οι Αθηναίοι έπλεαν εναντίον του, έδωσε εντολή σ’ αυτούς που κατά διαταγή του τους παρακολουθούσαν, όταν τους δουν να έχουν αποβιβαστεί και διασκορπιστεί σε όλη τη Χερσόνησο (πράγμα που έκαναν κάθε μέρα και περισσότερο, γιατί και τα τρόφιμά τους τα αγόραζαν από μακριά και υποτιμούσαν τον Λύσανδρο, επειδή δεν έβγαινε από το λιμάνι να τους αντιμετωπίσει) να πλεύσουν αμέσως πίσω προς αυτόν και στη μέση της διαδρομής να υψώσουν ασπίδα. Και αυτοί εκτέλεσαν τις εντολές του.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

[28] Λύσανδρος δ’ εθς σήμηνε τν ταχίστην πλεν, συμπαρει δ κα Θώραξ τ πεζν χων. Κόνων δ δν τν πίπλουν, σήμηνεν ες τς νας βοηθεν κατ κράτος. Διεσκεδασμένων δ τν νθρώπων, α μν τν νεν δίκροτοι σαν, α δ μονόκροτοι, α δ παντελς κεναί· δ Κόνωνος κα λλαι περ ατν πτ πλήρεις νήχθησαν θρόαι κα Πάραλος, τς δ’ λλας πάσας Λύσανδρος λαβε πρς τ γ. Τος δ πλείστους νδρας ν τ γ συνέλεξεν· ο δ κα φυγον ες τ τειχύδρια.
 
Μετάφραση 
Ο Λύσανδρος, στη συνέχεια έκανε σήμα να πλεύσει ο στόλος ολοταχώς, ενώ ταυτόχρονα ακολουθούσε από την παραλία ο Θώρακας με το πεζικό. Ο Κόνωνας βλέποντας την επίθεση του εχθρικού στόλου σήμανε να τρέξουν οι άνδρες τάχιστα στα πλοία. Καθώς όμως οι άνδρες ήταν διασκορπισμένοι, άλλα από τα πλοία βρέθηκαν με δυο σειρές κωπηλάτες, άλλα με μία και άλλα εντελώς άδεια. Μόνο το πλοίο του Κόνωνα και άλλα επτά που ήταν γύρω του πλήρως επανδρωμένα και η Πάραλος ανοίχτηκαν όλα μαζί στο πέλαγος. Όλα τα άλλα ο Λύσανδρος τα κατέλαβε κοντά στην ακτή. Ενώ τους περισσότερους άντρες τους μάζεψε από τη στεριά, και κάποιοι μόνον ξέφυγαν στα οχυρώματα.

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
[29] Κόνων δ τας ννέα ναυσ φεύγων, πε γνω τν θηναίων τ πράγματα διεφθαρμένα, κατασχν π τν βαρνίδα τν Λαμψάκου κραν λαβεν ατόθεν τ μεγάλα τν Λυσάνδρου νεν στία, κα ατς μν κτ ναυσν πέπλευσε παρ’ Εαγόραν ες Κύπρον, δ Πάραλος ες τς θήνας παγγελοσα τ γεγονότα.
[30] Λύσανδρος δ τάς τε νας κα τος αχμαλώτους κα τλλα πάντα ες Λάμψακον πήγαγεν, λαβε δ κα τν στρατηγν λλους τε κα Φιλοκλέα κα δείμαντον. ι δ’ μέρ τατα κατειργάσατο, πεμψε Θεόπομπον τν Μιλήσιον λστν ες Λακεδαίμονα παγγελοντα τ γεγονότα, ς φικόμενος τριταος πήγγειλε.
 
Μετάφραση 
Ο Κόνωνας φεύγοντας με τα εννέα πλοία, επειδή κατάλαβε ότι η υπόθεση είχε χαθεί για τους Αθηναίους, πιάνοντας με τα πλοία στην Αβαρνίδα, το ακρωτήριο της Λαμψάκου πήρε τα μεγάλα ιστία των σπαρτιατικών πλοίων που τα είχε αφήσει εκεί ο Λύσανδρος και ο ίδιος με τα οκτώ πλοία κατευθύνθηκε προς τον Ευαγόρα στην Κύπρο, ενώ η Πάραλος προς την Αθήνα για να αναγγείλει τα γεγονότα.
Ο Λύσανδρος μετέφερε τα πλοία και τους αιχμαλώτους και όλα τα άλλα στη Λάμψακο, είχε συλλάβει μάλιστα και άλλους από τους στρατηγούς και μεταξύ αυτών και τον Φιλοκλή και τον Αδείμαντο. Και την ίδια μέρα της επιτυχίας του έστειλε στη Λακεδαίμονα τον Θεόπομπο τον Μιλήσιο πειρατή για να αναγγείλει τα γεγονότα, ο οποίος έφτασε σε τρεις ημέρες και έφερε την είδηση.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
[31] Μετ δ τατα Λύσανδρος θροίσας τος συμμάχους κέλευσε βουλεύεσθαι περ τν αχμαλώτων. νταθα δ κατηγορίαι γίγνοντο πολλα τν θηναίων, τε δη παρενενομήκεσαν κα ψηφισμένοι σαν ποιεν, ε κρατήσειαν τ ναυμαχί, τν δεξιν χερα ποκόπτειν τν ζωγρηθέντων πάντων, κα τι λαβόντες δύο τριήρεις, Κορινθίαν κα νδρίαν, τος νδρας ξ ατν πάντας κατακρημνίσειαν. Φιλοκλς δ’ ν στρατηγς τν θηναίων, ς τούτους διέφθειρεν.
[32] λέγετο δ κα λλα πολλά, κα δοξεν ποκτεναι τν αχμαλώτων σοι σαν θηναοι πλν δειμάντου, τι μόνος πελάβετο ν τ κκλησί το περ τς ποτομς τν χειρν ψηφίσματος· τιάθη μέντοι πό τινων προδοναι τς νας. Λύσανδρος δ Φιλοκλέα πρτον ρωτήσας, ς τος νδρίους κα Κορινθίους κατεκρήμνισε, τί εη ξιος παθεν ρξάμενος ες λληνας παρανομεν, πέσφαξεν.
 
Μετάφραση 
Μετά από αυτές τις ενέργειες συγκάλεσε συνέλευση των συμμάχων και τους έθεσε ως θέμα να αποφασίσουν για την τύχη των αιχμαλώτων. Στη συγκέντρωση ακούστηκαν πολλές κατηγορίες εναντίον των Αθηναίων και για όσες παραβιάσεις του πολεμικού δικαίου είχαν ήδη διαπράξει και για όσα είχαν με ψηφοφορία αποφασίσει να κάνουν, αν νικήσουν στη ναυμαχία, να κόψουν δηλαδή το δεξί χέρι όλων όσοι αιχμαλωτίζονταν, και επειδή, όταν κατέλαβαν δύο τριήρεις, μια Κορινθιακή και μια Ανδριώτικη, πέταξαν όλο το πλήρωμά τους στη θάλασσα. Και ήταν ο Φιλοκλής ο στρατηγός των Αθηναίων που διέταξε την εκτέλεσή τους.
Διατυπώθηκαν κι άλλες πολλές κατηγορίες εναντίον τους και τέλος αποφασίστηκε να σκοτώσουν από τους αιχμαλώτους όσους ήταν Αθηναίοι εκτός από τον Αδείμαντο, γιατί ήταν ο μόνος στη συνέλευση που εναντιώθηκε στο ψήφισμα για το κόψιμο των χεριών των αιχμαλώτων∙ όμως κατηγορήθηκε από κάποιους αργότερα ότι πρόδωσε τον στόλο. Και ο Λύσανδρος αφού πρώτα ρώτησε τον Φιλοκλή, (ο οποίος έριξε στη θάλασσα τους Ανδρίους και τους Κορινθίους) τι αξίζει να πάθει αφού ήταν αυτός που ξεκίνησε τα εγκλήματα πολέμου εις βάρος των Ελλήνων, τον κατέσφαξε.


ΒΙΒΛΙΟ Β ΚΕΦΑΛΑΙΟ IΙ (1-4 ΚΑΙ 16-23)


[1] πε δ τ ν τ Λαμψάκ κατεστήσατο, πλει π τ Βυζάντιον κα Καλχηδόνα. O δ’ ατν πεδέχοντο, τος τν θηναίων φρουρος ποσπόνδους φέντες· ο δ προδόντες λκιβιάδ τ Βυζάντιον τότε μν φυγον ες τν Πόντον, στερον δ’ ες θήνας κα γένοντο θηναοι.
 
Μετάφραση 
 Αφού ο Λύσανδρος ρύθμισε την κατάσταση στη Λάμψακο (τοποθετώντας δικούς του ανθρώπους), έπλευσε εναντίον του Βυζαντίου και της Χαλκηδόνας. Οι κάτοικοι τον δέχονταν, αφού διασφάλισαν την έξοδο των Αθηναίων φρουρών με επίσημη συμφωνία. Εκείνοι, επίσης, που είχαν προδώσει το Βυζάντιο στον Αλκιβιάδη αρχικά κατέφυγαν στον Πόντο και στη συνέχεια στην Αθήνα, όπου έγιναν Αθηναίοι πολίτες.  

[2] Λύσανδρος δ τούς τε φρουρος τν θηναίων κα ε τινά που λλον δοι θηναον, πέπεμπεν ες τς θήνας, διδος κεσε μόνον πλέουσιν σφάλειαν, λλοθι δ’ ο, εδς τι σ ν πλείους συλλεγσιν ες τ στυ κα τν Πειραι, θττον τν πιτηδείων νδειαν σεσθαι. Καταλιπν δ Βυζαντίου κα Καλχηδόνος Σθενέλαον ρμοστν Λάκωνα, ατς ποπλεύσας ες Λάμψακον τς νας πεσκεύαζεν.
 
Μετάφραση 
Ο Λύσανδρος και τους Αθηναίους φρουρούς και όποιον άλλον Αθηναίο πολίτη έβλεπε οπουδήποτε, τους έστελνε στην Αθήνα, παρέχοντας ασφάλεια μόνο σε όσους έφευγαν με πλοία για εκεί, όχι όμως για άλλο μέρος, επειδή ήξερε καλά ότι όσοι περισσότεροι μαζευτούν στην πόλη και στον Πειραιά, τόσο γρηγορότερα θα παρουσιαστεί εκεί έλλειψη τροφίμων. Κι αφού άφησε τον Σπαρτιάτη Σθενέλαο ως αρμοστή του Βυζαντίου και της Χαλκηδόνας, ο ίδιος κατευθύνθηκε στη Λάμψακο με τον στόλο και επισκεύαζε τα πλοία.

[3] ν δ τας θήναις τς Παράλου φικομένης νυκτς λέγετο συμφορά, κα ομωγ κ το Πειραις δι τν μακρν τειχν ες στυ δικεν, τερος τ τέρ παραγγέλλων· στ’ κείνης τς νυκτς οδες κοιμήθη, ο μόνον τος πολωλότας πενθοντες, λλ πολ μλλον τι ατο αυτούς, πείσεσθαι νομίζοντες οα ποίησαν Μηλίους τε Λακεδαιμονίων ποίκους ντας, κρατήσαντες πολιορκί, κα στιαιέας κα Σκιωναίους κα Τορωναίους κα Αγινήτας κα λλους πολλος τν λλήνων.
 
Μετάφραση 
Στην Αθήνα η Πάραλος έφτασε νύχτα και μαθεύτηκε η συμφορά· και σηκώθηκε θρήνος που από τον Πειραιά μέσα από τα μακρά τείχη έφτασε στην πόλη, καθώς ο ένας έλεγε στον άλλον τις κακές ειδήσεις, και κανένας εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε, καθώς θρηνούσαν όχι μόνο αυτούς που χάθηκαν αλλά ακόμη πιο πολύ τον ίδιο τους τον εαυτό, γιατί περίμεναν ότι θα πάθουν ό,τι έκαναν στους Μηλίους, που ήταν άποικοι των Λακεδαιμονίων, και στους Σκιωναίους και τους Τορωναίους και τους Αιγινήτες και πολλούς άλλους Έλληνες.

[4] Τ δ’ στεραί κκλησίαν ποίησαν, ν δοξε τούς τε λιμένας ποχσαι πλν νς κα τ τείχη ετρεπίζειν κα φυλακς φιστάναι κα τλλα πάντα ς ες πολιορκίαν παρασκευάζειν τν πόλιν.
 
Μετάφραση 
Την επόμενη όμως ημέρα συγκάλεσαν συνέλευση του δήμου, στην οποία αποφασίσθηκε να φράξουν με χώμα τα λιμάνια, να επιδιορθώσουν τα τείχη, να τοποθετήσουν φρουρές και να πάρουν γενικά όλα τα μέτρα για να προετοιμάσουν την πόλη για πολιορκία.

16-17 
Ενώ έτσι είχαν τα πράγματα, ο Θηραμένης είπε στην εκκλησία του δήμου ότι, αν θέλουν να στείλουν αυτόν τον ίδιο τον Λύσανδρο, θα επιστρέψει γνωρίζοντας αν οι Σπαρτιάτες επιμένουν για την κατεδάφιση των τειχών, επειδή θέλουν να υποδουλώσουν την πόλη, ή για να έχουν εγγύηση. Όταν λοιπόν τον έστειλαν έμενε κοντά στον Λύσανδρο τρεις μήνες και καιροφυλακτώντας πότε οι Αθηναίοι επρόκειτο εξαιτίας της παντελούς έλλειψης των τροφίμων να συμφωνήσουν σε ό,τι κάποιος θα τους πρότεινε.
Όταν γύρισε τον τέταρτο μήνα, ανακοίνωσε στην εκκλησία του δήμου ότι τάχα ο Λύσανδρος τον κρατούσε αιχμάλωτο έως τότε και έπειτα τον διέταζε να μεταβεί στην Σπάρτη, γιατί του έλεγε ότι δεν είναι αρμόδιος αυτός για όσα τον ρωτούσε αλλά οι έφοροι. Ύστερα από αυτά ο Θηραμένης εκλέχτηκε μαζί με άλλους εννιά, ως πρεσβευτής με απόλυτη εξουσιοδότηση για την Σπάρτη. 
18-19
Στο μεταξύ ο Λύσανδρος έστειλε στους εφόρους μαζί με άλλους Σπαρτιάτες τον Αριστοτέλη, που ήταν εξόριστος Αθηναίος, για να τους αναγγείλει ότι αποκρίθηκε στον Θηραμένη πως εκείνοι ήταν αρμόδιοι για ειρήνη και πόλεμο. Ο Θηραμένης και οι άλλοι πρέσβεις, όταν βρίσκονταν στη Σελλασία, καθώς τους ρωτούσαν για ποιο λόγο είχαν έρθει, απάντησαν ότι είχαν έρθει με απόλυτη εξουσιοδότηση για την ειρήνη, ύστερα από αυτά οι έφοροι πρόσταξαν να τους φωνάξουν. Όταν οι Αθηναίοι πρέσβεις έφτασαν στη Σπάρτη, οι έφοροι συγκάλεσαν συνέλευση των συμμάχων τους, στην οποία οι Κορίνθιοι και κυρίως οι Θηβαίοι αλλά και πολλοί άλλοι Έλληνες αντιπρότειναν να μην συνθηκολογήσουν με τους Αθηναίους αλλά να τους αφανίσουν.
20-21  
Οι Σπαρτιάτες όμως είπαν ότι δεν θα υποδουλώσουν μια πόλη ελληνική που είχε προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στους πολύ μεγάλους κινδύνους που απείλησαν την Ελλάδα, γι' αυτό δέχτηκαν να κάνουν ειρήνη με τον όρο οι Αθηναίοι, αφού γκρεμίσουν τα μακρά τείχη και τα τείχη του Πειραιά, παραδώσουν τα πλοία εκτός από δώδεκα και επαναφέρουν τους εξόριστους, να ακολουθούν τους Σπαρτιάτες και στη ξηρά και στη θάλασσα, όπου τους οδηγούν αυτοί, έχοντας τον ίδιο με αυτούς εχθρό και φίλο. Ο Θηραμένης και οι συμπρέσβεις του μετέφεραν αυτούς τους όρους στην Αθήνα.
Όταν έμπαιναν στην πόλη, τους περικύκλωσε πολύς λαός, γιατί φοβούνταν μήπως γύρισαν άπρακτοι, γιατί δεν χωρούσε πια άλλη αναβολή, επειδή πολλοί πέθαιναν από την πείνα. 
22-23    
Την επόμενη μέρα οι πρέσβεις ανακοίνωσαν με ποιους όρους οι Σπαρτιάτες δέχονταν να συνάψουν την ειρήνη, ο Θηραμένης μιλώντας εξ ονόματος των πρέσβεων έλεγε ότι πρέπει να υπακούσουν στους Σπαρτιάτες και να γκρεμίσουν τα τείχη. Επειδή λίγοι του έφεραν αντίρρηση, αλλά πολλοί περισσότεροι συμφώνησαν μαζί του, αποφάσισαν να δεχτούν την ειρήνη. Ύστερα από αυτά και ο Λύσανδρος κατέπλευσε στον Πειραιά και οι εξόριστοι επέστρεφαν στην πατρίδα τους και άρχισαν να γκρεμίζουν τα τείχη πολύ πρόθυμα, ενώ οι αυλητρίδες έπαιζαν τον αυλό τους και τραγουδούσαν, επειδή νόμιζαν ότι εκείνη η μέρα ήταν για την Ελλάδα η αρχή της ελευθερίας.   


ΒΙΒΛΙΟ Β ΚΕΦΑΛΑΙΟ IΙI (50-56)

50-51
Μόλις είπε αυτά και τελείωσε την αγόρευσή του, η βουλή τον επιδοκίμασε φανερά και τότε ο Κριτίας, επειδή κατάλαβε ότι, αν επιτρέψει στη βουλή να αποφασίσει γι' αυτόν με ψηφοφορία, θα γλιτώσει και επειδή θεώρησε αυτό ανυπόφορο, πλησίασε τους τριάκοντα, μίλησε λίγο μαζί τους, βγήκε από τη βουλή και διέταξε αυτούς που είχαν τα εγχειρίδια να σταθούν φανερά στα κιγκλιδώματα της βουλής.
Και αφού ξαναμπήκε είπε ''Εγώ, κύριοι βουλευτές, νομίζω ότι είναι καθήκον κάθε άξιου πολιτικού ηγέτη, όταν βλέπει τους φίλους του να εξαπατώνται, να μην το επιτρέπει. Και εγώ λοιπόν αυτό θα κάνω. Γιατί και αυτοί εδώ λοιπόν που έχουν σταθεί μπροστά λένε ότι δεν θα μας επιτρέψουν, αν αθωώσουμε έναν άντρα που ολοφάνερα βλάπτει την ολιγαρχία. Αναγράφεται βέβαια στους νέους νόμους κανένας απ ' όσους ανήκουν στους τρισχιλίους να μην θανατώνεται χωρίς την δική σας ψήφο, να έχουν όμως οι τριάκοντα το δικαίωμα να θανατώνουν αυτούς που είναι έξω από τον κατάλογο. Εγώ λοιπόν, είπε, εξαλείφω αυτόν εδώ τον Θηραμένη από τον κατάλογο με τη σύμφωνη γνώμη όλων μας. Και αυτόν, είπε, εμείς τον καταδικάζουμε σε θάνατο. 
52-53
Όταν άκουσε ο Θηραμένης αυτά, αναπήδησε στον βωμό της βουλής και είπε: Εγώ άντρες, σας υποβάλλω την πιο νόμιμη παράκληση απ' όλες, να μην έχει δηλαδή ο Κριτίας το δικαίωμα να διαγράφει από τον κατάλογο ούτε εμένα, ούτε όποιον από εσάς θέλει, αλλά σύμφωνα με τον νόμο, τον οποίο αυτοί ακριβώς συνέταξαν γι' αυτούς που περιλαμβάνονται στον κατάλογο,σύμφωνα με αυτόν, και εσείς και εγώ να δικαζόμαστε.
Και δεν αγνοώ βέβαια αυτό, μα τους θεούς, είπε, ότι δηλαδή καθόλου δεν θα με βοηθήσει αυτός εδώ ο βωμός, αλλά θέλω να σας αποδείξω και το εξής, ότι δηλαδή αυτοί εδώ είναι πολύ άδικοι απέναντι στους ανθρώπους, αλλά και πολύ ασεβείς απέναντι στους θεούς. Απορώ όμως με σας, άντρες καλοί και έντιμοι, είπε, που δεν θα βοηθήσετε τον ίδιο τον εαυτό σας, και μάλιστα ενώ γνωρίζετε ότι το δικό μου όνομα δεν διαγράφεται καθόλου πιο εύκολα από τον δικό μου κατάλογο απ' ότι το όνομα του καθενός από σας.  
54-55 
Ύστερα από αυτό ο κήρυκας των τριάκοντα κάλεσε τους έντεκα να συλλάβουν τον Θηραμένη και όταν εκείνοι μπήκαν μέσα μαζί με τους βοηθούς τους, έχοντας επικεφαλής το Σάτυρο, τον θρασύτατο και αναιδέστατο, είπε ο Κριτίας: ''Σας παραδίδουμε αυτόν εδώ τον Θηραμένη που έχει καταδικαστεί σύμφωνα με το νόμο. Και εσείς οι έντεκα, αφού τον συλλάβετε και τον οδηγήσετε εκει που πρέπει, να εκτελέσετε τα περαιτέρω''.
Μόλις είπε αυτά ο Κριτίας, ο Σάτυρος προσπαθούσε να αποσπάσει τον Θηραμένη από τον βωμό, το ίδιο έκαναν και οι βοηθοί του. Τότε ο Θηραμένης, όπως βέβαια ήταν φυσικό, επικαλούνταν και θεούς και ανθρώπους να δουν καλά αυτά τα οποία γίνονταν. Αλλά οι βουλευτές αδρανούσαν, γιατί έβλεπαν ότι και αυτοί που ήταν κοντά στα κιγκλιδώματα ήταν όμοιοι με τον Σάτυρο και ότι ο χώρος μπροστά στο βουλευτήριο ήταν γεμάτος από τους φρουρούς και γιατί γνώριζαν, ότι αυτοί παρευρίσκονταν οπλισμένοι με εγχειρίδια.
56   
Και αυτοί οι έντεκα έσυραν τον άντρα περνώντας τον μέσα απ΄την αγορά, ενώ αυτός φώναζε με πολύ μεγάλη φωνή τι πάθαινε. Λένε και αυτή τη φράση αυτού. Μόλις του είπε ο Σάτυρος ότι θα θρηνήσει, αν δεν σωπάσει, τον ρώτησε: ''Αν σιωπώ,είπε, άραγε δεν θα θρηνήσω;'' Και όταν έπινε το κώνειο, καθώς αναγκαζόταν να πεθάνει, λένε ότι αυτός, αφού έριξε κάτω σταγόνα-σταγόνα ότι απέμεινε στο ποτήρι, όπως στο παιχνίδι με τον ''κότταβο'', είπε: ''αυτό στην υγειά του όμορφου Κριτία''. Και δεν αγνοώ βέβαια αυτό, ότι δηλαδή αυτά δεν είναι αποφθέγματα αξιόλογα, όμως κρίνω αξιοθαύμαστο αυτό το στοιχείο του άντρα, το ότι δηλαδή ακόμα και την ώρα που πλησίαζε ο θάνατος δεν έλειψε από την ψυχή του ούτε η αυτοκυριαρχία, ούτε το χιούμορ του.  


ΒΙΒΛΙΟ Β ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV (18-23) 

18-20 
Αφού ο Θρασύβουλος είπε αυτά, γύρισε πάλι προς το μέρος των εχθρών και περίμενε. Γιατί και ο μάντης τους συμβούλευε να μην επιτεθούν, προτού κάποιος από τους δικούς τους ή σκοτωθεί τραυματιστεί. ''Όταν όμως αυτό γίνει, θα προχωρήσω μπροστά εγώ, είπε, και εσείς που θα με ακολουθείτε θα νικήσετε, ενώ εγώ θα σκοτωθώ, όπως βέβαια το προαισθάνομαι.
Και δεν βγήκε ψεύτης. Αντίθετα, μόλις πήραν στα χέρια τους τα όπλα, ο ίδιος, σαν να οδηγούνταν από κάποια θεική βούληση, πήδησε ορμητικά πρώτος έξω από την παράταξη, έπεσε πάνω στους εχθρούς και σκοτώθηκε- και έχει ταφεί στην διάβαση του Κηφισού. Οι άλλοι όμως βγήκαν νικητές και καταδίωξαν τον εχθρό ως την πεδιάδα. Εκεί σκοτώθηκαν ο Κριτίας και ο Ιππόμαχος μεταξύ των τριάκοντα, ο Χαρμίδης, ο γιός του Γλαύκωνα, μεταξύ των δέκα αρχόντων του Πειραιά, και άλλοι εβδομήντα περίπου. Και τα όπλα του οι δημοκρατικοί τα πήραν, από κανέναν όμως πολίτη δεν αφαίρεσαν τους χιτώνες. Αφού έκαναν αυτό και έδωσαν τους νεκρούς ύστερα από ανακωχή, πολλοί από ους αντιπάλους δημοκρατικούς και ολιγαρχικούς συζητούσαν μεταξύ τους και πλησιάζοντας ο ένας τον άλλο.
Τότε ο Κλεόκριτος, ο κύρηκας των μυημένων στα Ελευσίνια μυστήρια, που είχε πού δυνατή φωνή επέβαλλε σιωπή σε όλους και είπε: ''Συμπολίτες, γιατί μας εξορίζετε; Γιατί θέλετε να μας σκοτώσετε; Εμείς ως τώρα ποτέ δεν σας κάναμε κανένα κακό, αλλά αντίθετα πήραμε μέρος μαζί με σας στις πιο σεβαστές ιεροτελεστίες και στις ωραιότερες θυσίες και γιορτές, υπήρξαμε συγχορευτές και συσπουδαστές και συστρατιώτες και διατρέξαμε μαζί με σας πολλούς κινδύνους και στην ξηρά και στην θάλασσα και για κοινή και των δυο μας σωτηρία και ελευθερία.
21.
Στ' όνομα των θεών που προστατεύουν την οικογένεια, στ' όνομα των συγγενικών δεσμών και του συμπεθεριού και της φιλίας, γιατί με όλα αυτά πολλοί συνδεόμαστε μεταξύ μας, ντραπείτε θεούς κι ανθρώπους και πάψτε να κάνετε κακό στην πατρίδα και μην ακούτε τους απαίσιους Τριάντα τυράννους, που για το προσωπικό τους κέρδος κοντεύουν να έχουν σκοτώσει μέσα σ' οχτώ μήνες πιο πολλούς Αθηναίους απ' όσους σκότωσαν όλοι οι Πελοποννήσιοι μαζί σε δέκα χρόνια πολέμου.
22.
Ενώ μπορούσαμε να ζούμε ειρηνικά, αυτοί μας έριξαν στον πιο απαίσιο, τον πιο ανυπόφορο, τον πιο ανόσιο για τους θεούς και ανθρώπους εμφύλιο πόλεμο. Αλλά να ξέρετε καλά ότι μερικούς από αυτούς που τώρα δα σκοτώσαμε, όχι μόνο εσείς αλλά κι εμείς το ίδιο πικρά τους κλαίμε». Αυτός, λοιπόν, αυτά έλεγε. Οι υπόλοιποι ηγέτες, καθώς άκουσαν προσθετικά κι αυτά, πήραν τους άνδρες τους και τους οδήγησαν πίσω στην πόλη.
23.
Την άλλη μέρα οι Τριάκοντα συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα των συνεδριάσεων, βαριά ταπεινωμένοι κι εγκαταλειμμένοι. Ανάμεσα στους Τρεις Χιλιάδες πάλι, στα διάφορα σημεία όπου είχαν τοποθετηθεί, εκδηλώθηκαν παντού διαφωνίες. Όσοι δηλαδή είχαν διαπράξει σοβαρότατα αδικήματα και γι αυτό φοβόνταν, υποστήριζαν με έμφαση ότι δεν έπρεπε να υποχωρήσουν στους επαναστάτες (από τον Πειραιά)· όσοι, πάλι, ήξεραν για τον εαυτό τους ότι δεν είχαν αδικήσει σε τίποτα, σκέφτονταν για λογαριασμό δικό τους κι εξηγούσαν και στους άλλους ότι δεν ήταν καιρός για τέτοιες συμφορές κι ότι δεν έπρεπε να υπακούουν τους Τριάντα, ούτε να τους αφήσουν να καταστρέψουν την πόλη. Τελικά, αποφάσισαν με ψηφοφορία εκείνους να τους καθαιρέσουν και να εκλέξουν άλλους άρχοντες. Και εξέλεξαν δέκα, έναν από κάθε φυλή
 
   
ΛΙΑΚΑΣ ΠΑΝΤΕΛΗΣ, φιλόλογος 
 

  
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου