Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κινηματογράφος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κινηματογράφος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

Οι ταινίες που νίκησαν τα βιβλία, του Δημήτρη Πετρούνια

Βιβλία και ταινίες, ταινίες και βιβλία. Μια σχέση αγάπης, μίσους, πάθους που κρατάει από την αρχή του -φιλμικού –  χρόνου. Σε βάρος των βιβλίων ως επί το πλείστον. 
Η λογοτεχνία αποτελεί, αποτέλεσε από την πρώτη στιγμή, μια βασική πηγή έμπνευσης για τον κινηματογράφο. Ο οποίος κινηματογράφος εντούτοις εκ των πραγμάτων είναι περισσότερο προσβάσιμος, φτάνει συνήθως σε περισσότερους και απολαμβάνει μεγαλύτερης αποδοχής από το βιβλίο. Δείτε το ως εξής. Αν βγει μια ταινία βασισμένη σε βιβλίο που έχετε διαβάσει και σας αρέσει, κατά πάσα πιθανότητα θα σπεύσετε να τη δείτε. 
Αν όμως δείτε πρώτα την ταινία, θα «επιστρέψετε» για να διαβάσετε το βιβλίο; Όχι βέβαια. Είναι και το ζήτημα της διάρκειας. Το φιλμ θα χρειαστεί δυο – τρεις ώρες το πολύ. Ενώ οι σελίδες απαιτούν αφοσίωση ημερών (βεβαίως αξίζει τον κόπο: Να διαβάζετε όσο περισσότερο μπορείτε. Οκ. αυτό βγήκε κάπως σαν κοινωνικό μήνυμα, αλλά είναι αλήθεια).
Αυτή η αφοσίωση, συχνά κάνει τους βιβλιόφιλους κάπως ελιτιστές. Δεν έχω κάποια επίσημη έρευνα στα χέρια μου φυσικά , αλλά νομίζω ότι οι περισσότεροι συστηματικοί αναγνώστες  δύσκολα θα πειστούν πως η μεταφορά ενός μυθιστορήματος που αγαπούν στη μεγάλη οθόνη μπορεί να είναι αντάξια ή και καλύτερη του πρωτότυπου. 
Και βέβαια, κάνουν λάθος. Διαθέτω τα παραδείγματα για να το αποδείξω.  Ή έτσι νομίζω τέλος πάντων.
Το καλύτερο και το χειρότερο στην τέχνη, ασφαλώς δεν μπορούν να οριστούν αντικειμενικά. Και επίσης όταν μιλάμε για δυο εντελώς διαφορετικά πράγματα, όπως η κινηματογραφική και η λογοτεχνική γλώσσα, οι συγκρίσεις εκ των πραγμάτων αγγίζουν τα όρια του ανέφικτου ή έστω του απελπιστικά απλοϊκού. Εντάξει, δεν τρέχει και τίποτα, μια απελπιστικά απλοϊκή συζήτηση έχει κι εκείνη το γούστο της.  
Προσωπικά πάντως θεωρώ ότι η μυθοπλασία διαθέτει μερικούς κοινούς κώδικες σε όλες της μορφές και άρα μπορεί να συγκριθεί.
Ακολουθούν μερικές ταινίες που κατά τη γνώμη μου στάθηκαν στο ίδιο ύψος ή και υπερείχαν στα σημεία του αρχικού υλικού.  Χρησιμοποιώ μονάχα περιπτώσεις για τις οποίες έχω προσωπική άποψη. Τον «Νονό» ή την «Οδύσσεια του Κιούμπρικ, τα έχω δει αλλά δεν τα έχω διαβάσει. Ειδάλλως ίσως να βρισκόταν κι εκείνα στην παρακάτω λίστα.

Gone Girl


(Ακολουθούν spoiler –όχι μεγάλα, αλλά spoiler)
Το βιβλίο της Τζίλιαν Φλιν είναι πολύ καλό. Ένα απατηλό αστυνομικό θρίλερ που εξελίσσεται  – μεταξύ  άλλων  – στην ανατριχιαστική ανατομία του γάμου ως θεσμού στη σημερινή δυτική  κοινωνία. Σε σχέση με την ταινία του Ντέιβιντ Φίντσερ πλεονεκτεί στην κατανόηση της « Έιμι». Στο μυθιστόρημα η φωνή της είναι πιο ξεκάθαρη, τα κίνητρα της πιο κατανοητά, η τρέλα της πιο χειροπιαστή. Το φιλμ όμως καλύπτει το συγκεκριμένο χάντικαπ με ένα πιο οξύ κοινωνικό σχόλιο για τα media και τον κανιβαλισμό τους  καθώς και μια απροσδόκητη αλλά τελικά πολύ έξυπνη επένδυση στο μαύρο χιούμορ και τον σαρκασμό. Το «Gone Girl» στον κινηματογράφο αγγίζει τα όρια της σάτιρας  και κατορθώνει έτσι να αναδείξει τη φαρσική συνθήκη του γάμου των πρωταγωνιστών και ταυτόχρονα κάθε γάμου που απαιτεί την «εξαφάνιση» των εμπλεκομένων προσωπικοτήτων προκειμένου να πετύχει.

Βιβλίο ή ταινία: Ας το λήξουμε ισόπαλο. Παράταση δεν έχει…


Τελευταία έξοδος «Ρίτα Χέιγουορθ»


Θα το έβαζα πρώτο στη λίστα, αλλά κατ΄αρχήν το «Gone Girl» υπήρξε η αφορμή για το συγκεκριμένο θέμα και κατά δεύτερον, η συγκεκριμένη ταινία δεν χρειάζεται κι άλλες πρωτιές. Παραμένει στην κορυφή του imdb που πάει να πει ότι για ένα μεγάλο μέρος του κοινού που χρησιμοποιεί ίντερνετ (δεν ξέρω αν υπάρχει τέτοια δημογραφική κατηγορία) είναι η καλύτερη όλων των εποχών. Στη βιβλιογραφία του Στίβεν Κινγκ αντιθέτως δεν θα έμπαινε ούτε στο τοπ-20. Μη σας πω ούτε στο τοπ-30. Ο Φρανκ Ντάραμποντ πήρε μια μικρή, απλώς ευχάριστη νουβέλα του σπουδαίου Αμερικανού συγγραφέα και την μετέτρεψε σε κάτι που μάλλον ούτε ο ίδιος, ούτε ο Κινγκ όταν την έγραφε, περίμενε ότι θα γίνει: Φαινόμενο. Το οποίο με το πέρασμα του χρόνου όχι απλώς δεν εξασθενεί αλλά μεγαλώνει κιόλας.

Βιβλίο ή ταινία: Ξεκάθαρο διπλό.


Trainspotting


Δεν μου αρέσει  πολύ ο Ίρβιν Γουέλς. Βρίσκω κάποια ενδιαφέροντα πράγματα στα βιβλία του που έχουν πέσει στα χέρια μου, ωστόσο σε γενικές γραμμές τον θεωρώ κάπως κουραστικό και επιτηδευμένο.  Αρκετά με την λογοτεχνική κριτική. Διάβασα το «Trainspotting» αφότου είδα το φιλμ (όπως νομίζω οι περισσότεροι). Και το βρήκα σαφώς λιγότερο φρέσκο,  διασκεδαστικό, τριπαριστό.  Το κακό είναι ότι ο Ντάνι Μπόιλ δεν έχει κάνει έκτοτε ταινία εξίσου καλή με τη συγκεκριμένη. Το καλό είναι ότι στο πλαίσιο του συγκεκριμένου θέματος δεν μας νοιάζει.

Βιβλίο ή ταινία: Ταινία. Και δίχως ναρκωτικά.


Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών


Θα προτιμήσω να μην διασπάσω ούτε την κινηματογραφική ούτε την λογοτεχνική τριλογία.  Ας τις δούμε συνολικά. Οι ταινίες του Πίτερ Τζάκσον με μάγεψαν, όπως και εκατομμύρια θεατές. Τα βιβλία, θα το πω κι ας με βρίσετε, τα βαρέθηκα! Παίζει ρόλο προφανώς ότι δεν μου αρέσει το είδος της ηρωικής φαντασίας. Ωστόσο , ομολογώ, πως ο κόσμος που δημιούργησε ο Τόλκιν εκ του μηδενός, παρότι πραγματικά αξιοθαύμαστος ως επίτευγμα, ήταν ταυτόχρονα και εξαντλητικά λεπτομερής.  Ο Τζάκσον ανέδειξε κυρίως την ουσία της περιπέτειας του Φρόντο και των συντρόφων του.  Δίχως περιττές φιοριτούρες.

Βιβλία ή ταινίες: Σόρι, ταινίες. Αλλά το επεσήμανα ήδη, αυτά είναι υποκειμενικά.


Η σιωπή των αμνών


Στη σειρά βιβλίων του Τόμας Χάρις με πρωταγωνιστή αρχικά τον Γουίλ Γκρέιαμ και εν συνεχεία τον Χάνιμπαλ Λέκτερ, μονάχα ο «Κόκκινος Δράκος» μου άρεσε πραγματικά. Ο συγγραφέας είχε το πλεονέκτημα του χώρου και του χρόνου για να αναπτύξει έναν από τους πιο ενδιαφέροντες «κακούς» στην ιστορία της ποπ κουλτούρας . Ο σκηνοθέτης Τζόναθαν Ντέμι είχε τον Άντονι Χόπκινς. Εκεί κάπου τελείωσε το ματς. Ο ανατριχιαστικός Χάνιμπαλ του Χόπκινς δεν χρειάστηκε πολλά. Με ένα ακίνητο βλέμμα και ένα πλατάγιασμα της γλώσσας, ισοπέδωσε το λογοτεχνικό alter ego του και πέρασε την αιωνιότητα. Όχι ως ήρωας βιβλίων. Αλλά ως ήρωας των πιο τρομακτικών και  – παράδοξα σαγηνευτικών –  κινηματογραφικών μας εφιαλτών.

Βιβλίο ή ταινία: Η ταινία κερδίζει κατά κράτος. Είχε και Τζόντι Φόστερ σε μεγάλες φόρμες.


Τα παιδιά των ανθρώπων


Η Π.Ντ. Τζέιμς είναι μια από τις καλύτερες συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων της εποχής μας.  Η συγκεκριμένη  προσπάθεια να γράψει επιστημονική φαντασία αποδείχθηκε απρόσμενα επιτυχής. Ακόμα περισσότερο επιτυχής ήταν η μεταφορά του βιβλίου στον κινηματογράφο. Αλλά όχι απρόσμενα. Ο Αλφόνσο Κουαρόν δεν έχει υποπέσει ακόμα σε κάποιο λάθος στη σκηνοθετική καριέρα του.  Ωστόσο, αν αναζητά κάποιος την καλύτερη δουλειά του Μεξικανού, ας μη σταθεί στο  Όσκαρ του «Gravity». Και ας δει πως μια δυστοπία γεμάτη πυροβολισμούς, σκόνη και αίμα, μπορεί να ολοκληρωθεί ιδανικά με ένα πλάνο αποστομωτικής ποιητικότητας!

Βιβλίο ή ταινία: Ταινία.


Το Κουρδιστό Πορτοκάλι


Εδώ μιλάμε τώρα για πολύ δύσκολα πράγματα.  Η νουβέλα του Άντονι Μπέρτζες συμπεριελήφθη στη λίστα του περιοδικού TIME με τα 100 καλύτερα μυθιστορήματα της αγγλικής γλώσσας για τον 20ο αιώνα. Πως να αντιπαρατεθείς λοιπόν με αυτό το καταπληκτικό, αστείο πρωτοποριακό, αιχμηρό και ιδιαίτερα ενοχλητικό βιβλίο;  Με την παράνοια του Μάλκομ Μακντάουελ. Με κλασσική μουσική. Με βία εικονογραφημένη σαν μπαλέτο. Με  την απαράμιλλη τέχνη  του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, να πως.

Βιβλίο ή ταινία: «Χ». Και αυτό αποτελεί έπαινο για την ταινία.

Το μωρό της Ρόζμαρι


Δεν τρομάζω εύκολα. Ούτε με ταινίες, ούτε με βιβλία. Το βιβλίο του Άιρα Λέβιν, σε στιγμές μου έκοψε το αίμα. Είναι τρομακτικό, δεν τίθεται θέμα. Και όχι με προφανή τρόπο αλλά με τον υπαινικτικό που όταν αποδοθεί σωστά, τρυπώνει κάτω από το δέρμα σου και κρατάει για ώρες. Δεν θα έλεγα όμως  ότι είναι και σπουδαία λογοτεχνία. Η ταινία του Ρομάν Πολάνσκι είναι σπουδαίος κινηματογράφος. Ανατριχιαστικός, ενοχλητικός, αλληγορικός και φυσικά τρομακτικός.

Βιβλίο ή ταινία: «Χ». Επειδή τρόμαξα και με τα δυο. Και, δεν ξέρω αν σας το είπα, δεν τρομάζω εύκολα.

Blade Runner


Ο Φίλιπ Ντικ δημοσίευσε το 1968 την ιστορία του αστυνόμου Ρικ Ντέκαρντ με τίτλο «Do Androids Dream of Electric Sheep?». Στα ελληνικά κυκλοφορεί ως «Ηλεκτρικό πρόβατο». Όπως κι αν λέγεται αποτελεί τη λογοτεχνική βάση μιας από τις δυο – τρεις πιο επιδραστικές ταινίες όλων των εποχών. Δεν έχει μεγάλη σημασία αν το φιλμ του 1982 του Ρίντλεϊ Σκοτ  είναι καλύτερο ή όχι από τη νουβέλα του εξαιρετικού Αμερικανού συγγραφέα. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι η επίδραση της αισθητικής, της υφής, της ατμόσφαιρα τους «Blade Runner» εκτείνεται από τον κινηματογράφο μέχρι τη μουσική και από τα εικαστικά μέχρι το design ακόμα και τη μόδα. Και διαρκεί μέχρι σήμερα.

Βιβλίο ή ταινία: Tαινία. Υποχρεωτικά.


Ψυχώ


Η επιτομή  της εν λόγω λίστας. Το pulp θρίλερ του  – καλού μα άνισου –  Ρόμπερτ Μπλοχ γράφτηκε το 1959 και θα είχε ξεχαστεί εντελώς αν ο μετρ Άλφρεντ Χίτσκοκ δεν το έπιανε στα χέρια του.  Και δεν έφτιαχνε ένα από τα αριστουργήματα του παγκοσμίου κινηματογράφου με πρώτη ύλη μια ενδιαφέρουσα ιστορία, σαφώς κατώτερη πάντως της δικής του «γραφής».

Βιβλίο ή ταινία: Δεν τίθεται θέμα καν.


Τιμητική αναφορά

High Fidelity: Εξίσου καλό με το βιβλίο με μπόνους ότι δεν φαντάζεσαι τη μουσική, την  ακούς.
Η Λάμψη: Το βιβλίο είναι από τα αγαπημένα μου. Αλλά η ταινία του Κιούμπρικ, ως συνήθως ξεφεύγει από το πρωτότυπο και φτιάχνει ένα εντελώς ξεχωριστό πράγμα. Μου άρεσε λιγότερο, αλλά μου άρεσε.
Καμία πατρίδα για τους μελοθάνατους: Οι αδελφοί Κοέν πιάνουν στην εντέλεια τον κυνισμό, τον πεσιμισμό και τον  σκοτεινό τόνο του  Κόρμακ ΜακΚάρθυ
Fight Club: Ο Τσακ Πόλανικ (Chuck Palahniuk) είναι τρελός. Δεν χρειάζεται ψυχιατρική γνωμάτευση.  Τα βιβλία του το αποδεικνύουν. Όταν στο μείγμα μπήκε ο Ντέιβιντ Φίντσερ το αποτέλεσμα ήταν, όπως ίσως θα γνωρίζετε, εκρηκτικό!



ΠΗΓΗ 
Geekarena.gr

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Κινηματογραφικές βιογραφίες: Μυστικά και ψέματα.


"Είμαι τυχερός που δεν μπορεί να είναι υποψήφιος ο Μότσαρτ αυτή τη χρονιά" σχολίασε ο Μορίς Ζαρ λαμβάνοντας το Όσκαρ μουσικής για το "Πέρασμα στην Ίνδια" το 1984. Η ταινία του Φόρμαν, υποψηφία για 11 αγαλματίδια, κέρδισε τελικά οκτώ, επενδύοντας στις εξωφρενικότητες και τις υπερβολές του πιο ευφυή και επιδέξιου συνθέτη της ιστορίας
 

Amadeus (1984) του Μίλος Φόρμαν





Ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα πλήρως ανακριβούς κινηματογραφικής βιογραφίας (ή καλύτερα σκιαγράφησης ενός ιστορικού πρόσωπου) που κατάφερε να μαγέψει κοινό και κριτικούς κερδίζοντας πλήθος διακρίσεων, αποτελεί το φιλμ Αμαντέους του Τσέχου σκηνοθέτη Μίλος Φόρμαν (Στη Φωλιά του Κούκου, Υπόθεση Λάρι Φλιντ). Βασισμένο στο ομώνυμοθεατρικό του σεναριογράφου Πίτερ Σάφερ -το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από έργο του Αλέξανδρου Πούσκιν- το φιλμ περιγράφει με μάλλον κωμικό και σχετικά ανάλαφρο τόνο την υποτιθέμενη έχθρα ενός από τους μεγαλυτέρους συνθέτες που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, του αυστριακού Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ με τον διευθυντή της Βασιλικής Ορχήστρας της Βιέννης και της ιταλικής όπερας της αυλής Αντόνιο Σαλιέρι. Μια υπόθεση καθ' όλαφανταστική αφού η θανάσιμη έχθρα των δύο προέρχεται μόνο από τα γραπτά του Πούσκιν και από καμία άλλη ιστορική πηγή. Είναι προφανές λοιπόν ότι οι καλλιτεχνικές ελευθερίες τόσο του σεναρίου όσο και της σκηνοθεσίας, θα μπορούσαν να κατατάξουν το φιλμ σε ένα ξεκάθαρα φιξιονικό δημιούργημα, το οποίο διατηρώντας ίσως κάποια στοιχεία ιστορικής αλήθειας, αποπειράται να ζωγραφίσει με αδρές (και πολλές φορές χοντροκομμένες) γραμμές τη ζωή του πρώτου μουσικού σταρ, του παιδιού-θαύματος που διαμόρφωσε τη μουσική πραγματικότητα, χτίζοντας κάτι που σήμερα θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως "καλλιτεχνικό αριστούργημα".



Οδηγημένος από την παράλογη (από ιστορική σκοπιά) πλοκή του Σάφερ, ο Φόρμαν σκηνοθετεί με σχεδόν ανέμελη παιδικότητα εκτονώνοντας συνεχώς την επιδεικτικά ρομαντικοποιημένη υπόθεση με αρκετά χοντροκομμένα κωμικά στοιχεία, παρουσιάζοντας τον Μότσαρτ ως έναν αλαζόνα και αλλοπρόσαλλο νεαρό, ο οποίος μοιάζει να ενδιαφέρεται μονάχα για την καλοπέραση και την κοινωνική του ευημερία. Η γραφή εμποτίζεται από μια ελάχιστα σοβαρή ματιά, αφήνοντας πολλές φορές να εννοηθεί ότι οι ταλαντούχοι μουσικοί χλεύαζαν τις μουσικές απαιτήσεις των αξιωματούχων της αυλής. Η αλήθεια είναι ότι το φαινόμενο Μότσαρτ (ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω συνέθεσε για πρώτη φορά στα έξι του χρόνια) αντιμετώπιζε τη μουσική από το θρόνο της καλλιτεχνικής του διάνοιας, όμως η συγγραφή συμφωνιών χωρίς την παραμικρή προσπάθεια και χωρίς προετοιμασία (είναι γνωστό ότι ο Μότσαρτ αντιμετώπιζε προβλήματα με τις τεχνικές της σύνθεσης π.χ. την αντίστιξη) αποτελεί μάλλον υπερβολή.


Πέρα από τη φημολογούμενη θανάσιμη έχθρα που ποτέ δεν υπήρξε (ο Μότσαρτ έξαλλου είχε καλέσει προσωπικά τον Σαλιέρι στην πρεμιέρα του 'Μαγικού Αυλού' και στο προσωπικό του ημερολόγιο βρέθηκαν λόγια μεγάλης συμπάθειας) το σκιτσάρισμα της προσωπογραφίας του Ιταλού μουσουργού είναι σχεδόν ολότελα κατασκευασμένο. Ο ορκισμένος εργένης (έδωσε μέχρι και όρκο αγνότητας σε αντάλλαγμα της απόλυτης μουσικής ευφυΐας) στην πραγματικότητα ήταν πατέρας οκτώ παιδιών, ενώ φημολογείται ότι είχε πολλές ερωμένες. Ήδη από την εναρκτήρια σεκάνς τα ιστορικά λάθη κάνουν την εμφάνισή τους αφού ο Σαλιέρι κατά πάσα πιθανότητα δεν αυτοκτόνησε, ενώ η μικρή τομή στο λαιμό του φαίνεται ότι είχε προέλθει μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα, ύστερα από έναν κλονισμό το 1823.





Η υπονόμευση της καριέρας του Μότσαρτ από τον σχετικά ατάλαντο και αντιπαθή Ιταλό μουσικό (στην πραγματικότητα ο Σαλιέρι υπήρξε μεγάλος συνθέτης και δάσκαλος των σημαντικότερων κλασικών όπως του Μπετόβεν, του Λιστ και άλλων) αποτελεί τον βασικό κορμό του φιλμ, με τον Φόρμαν να εμμένει στην αποδόμηση της προσωπικότητας του Μότσαρτ σε σχέση με την καλλιτεχνική του δημιουργία. Η επιμονή του όμως στην ασυνάρτητη και πολλές φορές εκνευριστική περσόνα του συνθέτη αποσυντονίζει και πολλές φορές σε κάνει να περιπλανάσαι στο υπόβαθρο χάνοντας την ουσία, η οποία δεν μπορεί να είναι άλλη από τη λαμπρότερη καλλιτεχνική ιδιοφυΐα που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Άλλωστε, κανένας -ούτε ο Σαλιέρι ούτε κανείς άλλος- δεν κατάφερε να οδηγήσει τις όπερες του Μότσαρτ σε αποτυχία. Εκστασιασμένοι οι θεατές των "Γάμων του Φίγκαρο" (που στην ταινία παρουσιάζονται ως ένα βαρετό, μακρόσυρτο μαρτύριο) ζητούσαν συνεχόμενα encore, τα οποία τελικά διακόπηκαν μετά από παρέμβαση του Αυτοκράτορα. Ο δε "Δον Τζιοβάνι" που επίσης εντυπώνεται ως παταγώδης αποτυχία, στην πραγματικότητα υπήρξε εντυπωσιακά δημοφιλής.





Δεν μπορείς πάντως να μην αναγνωρίσεις το σκηνοθετικό όραμα του Φόρμαν στην (έστω και φανταστική) σκηνή της συγγραφής του μεγαλύτερου ίσως κλασικού έργου όλων των εποχών, του Ρέκβιεμ σε Ρε ελάσσονα. Παρότι το συγκεκριμένο έργο προφανώς δεν ανατέθηκε στον Μότσαρτ από έναν καμουφλαρισμένο Σαλιέρι αλλά από τον κόμη Βάλζεγκ-Στούπαχ, ο οποίος όντως προσπάθησε να κρατήσει την ταυτότητά του μυστική (αν και ο συνθέτης σχεδόν ευθύς εξ αρχής ήξερε ποιος ήταν), εντούτοις η κινηματογραφική ποιητικότητα της συγκεκριμένης σκηνής χαρίζει τελικά στο ημιτελές αριστούργημα του συνθέτη τον μύθο που του αξίζει. Καθώς ο Σαλιέρι προσπαθεί να πατήσει πάνω στις νότες ακολουθώντας τα αυστηρά οριοθετημένα πλαίσια της σύνθεσης, ο Μότσαρτ στο κρεβάτι του θανάτου υπερβαίνει τα στερεότυπα, κορυφώνοντας τη δραματουργία και μεταβαίνοντας ουσιαστικά από το υλικό στο άυλο, από την φθαρτότητα στην αθανασία, υπό τους ήχους της δικής του επιμνημόσυνης δέησης. Η έκφραση στο βλοσυρό πρόσωπο του Φ. Μάρεϊ Έιμπραχαμ (βραβευμένου με Όσκαρ Ά ανδρικού ρόλου, και συνυποψήφιου με τον Τομ Χαλς στην ίδια κατηγορία) αντικατοπτρίζει υποδειγματικά την μοιραία αναγνώριση μιας από τις μεγαλύτερες μουσικές φυσιογνωμίες της ανθρωπότητας. Αν και τελικώς λίγες είναι οι σκηνές μεγαλείου και η ανυπέρβλητη μουσική επένδυση δεν μπορεί διαρκώς να εξιλεώνει τις γκροτέσκ αστοχίες, ωστόσο το φιλμ χαρακτηρίστηκε ως "ένα γοητευτικό δημιούργημα, κωμικό αλλά γεμάτο τρυφερότητα" κερδίζοντας την 53η θέση στoν κατάλογο με τις 100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών του Αμερικάνικου Ινστιτούτου Κινηματογράφου.




ΠΗΓΗ
Παναγιώτης Αχτσιόγλου, ExostisPress.gr

Κινηματογραφικές βιογραφίες: Μυστικά και ψέματα.


Υπάρχουν πολλοί τρόποι να μάθει κανείς για την καλλιτεχνική ιδιοφυΐα, το έργο και τη συμβολή στο σινεμά, ίσως του μεγαλύτερου και σίγουρα πιο πρωτοπόρου εκπροσώπου της 'κινούμενης εικόνας'. Κυρίως τα έργα του μιλούν από μόνα τους. Σίγουρα πάντως δεν λέει σχεδόν τίποτε σπουδαίο η ημι-αποτυχημένη βιογραφική απόπειρα του 1992.



Τσάπλιν (1992) του Ρίτσαρντ Ατένμπορο






Υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στα δύο αδιαμφισβήτητα διασημότερα σκηνοθετικά έργα του μεγάλου Άγγλου δημιουργού, που πολύ πρόσφατα έφυγε από τη ζωή. Και τα δύο αφορούν τις ζωές ανθρώπων- συμβόλων που έδωσαν άλλη διαστάση, ο καθένας μέσα από το δικό του πεδίο μάχης, στη συνεχή προσωπική άλλα και συλλογική αναζήτηση της ευτυχίας. Όμως, αυτό που διαχωρίζει ξεκάθαρα το υπέροχο 'Γκάντι' του 1983 από το αδύναμο και επίπεδο 'Τσάπλιν' του 1992 δεν είναι τόσο οι ιστορικές του ανακρίβειες, όσο η έλλειψη ουσίας. Η βιογραφία του Ρίτσαρντ Ατένμπορο μοιάζει να μην αναφέρεται στον πυρήνα του καλλιτεχνικού θαύματος, αλλά να αναλώνεται σε κοινότοπα και ίσως αδιάφορα γεγονότα, αποτυπώνοντας ψυχρά την οπτική γωνία κάποιου που είναι απλός παρατηρητής τόσο της φιλμικής εξέλιξης, όσο και της πραγματικής ιστορίας. Πόσο ειρωνικό μπορεί να φαντάζει αυτό! Να κινδυνεύει κάποιος να θεωρήσει τη ζωή του σημαντικότερου ανθρώπου της έβδομης τέχνης, ρηχή και μονοδιάστατη.


Ψάχνοντας μάταια να βρει τη μεγαλοπρέπεια που τον ενέπνευσε, ο σκηνοθέτης βασίζεται σχεδόν μοναδικά (και απ' ότι φάνηκε λανθασμένα) στην αυτοβιογραφία του απόλυτου σταρ των πρώτων δεκαετιών του σινεμά, περιγράφοντας κυρίως την ερωτική ζωή και ελάχιστα τη δημιουργική έκρηξη της καριέρας του Τσάρλι Τσάπλιν. Ακολουθώντας ευθύγραμμα την πορεία του ηθοποιού, λιγότερο μέσα από μερικές ταινίες ορόσημο ('Τα φώτα της πόλης', 'Το χαμίνι', 'Ο χρυσοθήρας', 'Μοντέρνοι καιροί') και περισσότερο μέσα από τους γάμους και τις σχέσεις του με πολύ νεότερες γυναίκες, το φιλμ προσπαθεί αδέξια να συνδέσει κάθε γεγονός στη ζωή αυτής της μεγάλης κινηματογραφικής φυσιογνωμίας με τις εμπνεύσεις των προηγούμενων περιόδων της ζωής του. Χρησιμοποιώντας το φλασμπάκ ως ίσως το μοναδικό προωθητικό μέσο της ιστορίας, δίνει την αίσθηση ότι η ακρίβεια πάνω στο αυτοβιογραφικό βιβλίο (στην πραγματικότητα οι σκηνοθετικές ελευθερίες είναι ελάχιστες) είναι ικανή από μονή της να παρακάμψει τη σκανδαλοθηρική χροιά και την έντονη δραματοποίηση. Ήδη από τις αρχικές σκηνές, πιάνεις τον εαυτό σου να αναρωτιέται για ποιο λόγο κατασκευάστηκε με αυτόν τον προσανατολισμό. Η ίδια η κλειστή και επιφυλακτική στάση του Τσάπλιν απέναντι στην υπερέκθεση της προσωπικής του ζωής μοιάζει να ξεμπροστιάζει τον απλοϊκό τρόπο της αποτύπωσής της στην ταινία.


Ίσως η σημαντικότερη ιστορική του ανακρίβεια να βρίσκεται στο φινάλε του, που ζωγραφίζει έναν Τσάπλιν στην ευρωπαϊκή του εξορία (η βίζα του είχε αρθεί από το αμερικανικό υπουργείο δικαιοσύνης λόγω των αριστερών πολιτικών φρονημάτων του) να μην κάνει πρακτικά τίποτε. Αυτό δεν είναι απολύτως δίκαιο, γιατί εκείνο το διάστημα ο ηθοποιός -ο οποίος υπήρξε σεναριογράφος, σκηνοθέτης και συνθέτης των μουσικών επενδύσεων των δημιουργημάτων του- υπήρξε αρκετά παραγωγικός, σκηνοθετώντας δύο ταινίες. Επίσης, ίσως εσκεμμένα παραλείπεται και ένα σημαντικό επεισόδιο στη σχέση του με τη Μίλφρεντ Χάρις, την οποία και παντρεύτηκε μυστικά ύστερα από υπόνοιες της -δεκαεξάχρονης τότε- ηθοποιού ότι είχε μείνει έγκυος, κάτι το οποίο τελικά αποδείχτηκε ψέμα. Η Μίλφρεντ όντως έμεινε έγκυος κατά τη διάρκεια του γάμου τους, όμως το παιδί τους έζησε μόνο τρεις ημέρες και το ζευγάρι χώρισε οριστικά ένα χρόνο αργότερα.






Συνοψίζοντας, το φιλμ μοιάζει με ένα μεγάλο και χαμένο στοίχημα. Ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, ερμηνεύοντας την εμβληματική προσωπικότητα, πετυχαίνει πολύ περισσότερα απ' ότι κανείς θα φανταζόταν. Δεν είναι μόνο η φυσική ομοιότητα (η οποία αναμφισβήτητα αποτελεί προτέρημα). Είναι το μόνιμα υγρό βλέμμα του ηθοποιού που μαγνητίζει, η ασταθής εσωτερική του ισορροπία, το έντονο συναίσθημα και ταυτόχρονα η ανασφάλεια ενός ανθρώπου που γνωρίζει τόσα πολλά, ενώ ο ίδιος αισθάνεται σαν να μη γνωρίζει απολύτως τίποτα. Ο ίδιος, μαζί με ένα λειτουργικό υποστηρικτικό καστ (κυρίως τον Κέβιν Κλάιν στο ρόλο του Ντάγκλας Φέρμπανκς) μοιάζει να κάνει ότι μπορεί, έχοντας ταυτόχρονα επίγνωση του μύθου που επιχειρεί να ενσαρκώσει. Δυστυχώς όμως, αυτό δεν είναι αρκετό.


Το φιλμ μοιάζει πνιγμένο σε μια διαρκή διαδικασία μελοδραματοποιήσης, αγνοώντας τη δημιουργικότητα της προσωπικότητας. Αν όχι παραβλέποντας, τότε σίγουρα περιθωριοποιώντας τη μοναδική καλλιτεχνική καινοτομία στην οποία βάσισε τη δικαιολογημένη φήμη του ο σπουδαίος ηθοποιός: την ανακάλυψη και κατασκευή ενός καλλιτεχνικού άλτερ έγκο χωρίς όνομα, χωρίς διεύθυνση, αλλά με χαρακτηριστική ιδιότητα. Ενός μικρού-μεγάλου ανθρώπου που τολμά να ονειρεύεται. Που κλέβει από μια κοινωνία που τον πετά στο περιθώριο το δικαίωμα να γελά, να κάνει λάθη, να λέει τη γνώμη του, να δακρύζει και να μελαγχολεί. Μιας περσόνας λεπτομερώς σχεδιασμένης, που υπερέβη τα κλισέ της εποχής και απέδειξε ότι η τέχνη (και ιδιαίτερα αυτή του κινηματογράφου) ζει και αναπνέει μέσα από τη δημιουργικότητα, από την αντισυμβατικότητα της καινοτομίας, μέσα από αυτούς που μαθαίνουν να ζουν έξω από το παιχνίδι.


Αντιπροσωπεύοντας το αδύνατο που τελικά πραγματοποιείται.





*αναδημοσίευση από το "σινεμά"

 
ΠΗΓΗ 
Παναγιώτης Αχτσιόγλου, ExostisPress.gr