Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Επιλεγμένες Ποιητικές Δημιουργίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Επιλεγμένες Ποιητικές Δημιουργίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2016

Θεατρίνοι, Μ. Α., Γιώργος Σεφέρης



Στήνουμε θέατρα καὶ τὰ χαλνοῦμε
ὅπου σταθοῦμε κι ὅπου βρεθοῦμε
στήνουμε θέατρα καὶ σκηνικά,
ὅμως ἡ μοίρα μας πάντα νικᾶ.

Καὶ τὰ σαρώνει καὶ μᾶς σαρώνει
καὶ τοὺς θεατρίνους καὶ τὸ θεατρώνη
ὑποβολέα καὶ μουσικοὺς
στοὺς πέντε ἀνέμους τοὺς βιαστικούς.

Σάρκες, λινάτσες, ξύλα, φτιασίδια,
ρίμες αἰσθήματα, πέπλα στολίδια,
μάσκες, λιογέρματα, γόοι καὶ κραυγὲς
κι ἐπιφωνήματα καὶ χαραυγὲς

ριγμένα ἀνάκατα μαζὶ μ᾿ ἐμᾶς
(πές μου ποῦ πᾶμε; πές μου ποῦ πᾶς;)
Πάνω ἀπ᾿ τὸ δέρμα μας γυμνὰ τὰ νεῦρα
σὰν τὶς λουρίδες ὀνάγρου ἢ ζέβρα

γυμνὰ κι ἀνάερα, στεγνὰ στὴν κάψα
(πότε μᾶς γέννησαν; πότε μᾶς θάψαν!)
Καὶ τεντωμένα σὰν τὶς χορδὲς
μιᾶς λύρας ποὺ ὁλοένα βουίζει. Δὲς

καὶ τὴν καρδιά μας ἕνα σφουγγάρι,
στὸ δρόμο σέρνεται καὶ στὸ παζάρι
πίνοντας τὸ αἷμα καὶ τὴ χολὴ
καὶ τοῦ τετράρχη καὶ τοῦ ληστῆ.

Θερμοπύλες, Κωνσταντίνος Καβάφης


Τιμή σ' εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κ' ίσοι σ' όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ' ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ' εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.
Και περισσότερη τιμή τους πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ' οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Η Φυγή, Παντελής Λιάκας




Ήσουν μια αναλαμπή
μέσα στη μοναξιά μου
σε γέννησε ο ουρανός και
μπήκες στα όνειρά μου
Aναδιαμόρφωσες τη σκέψη και
όλη την ύπαρξή μου
προσδίδοντας νόημα πνοής
στην αδειανή ζωή μου.
Ήσουν μια αχτίδα φωτός
που χάραξε την ψυχή μου
μα τώρα πια έδυσες αφήνοντας
την πνιγηρή ανάμνησή σου.
Το σπίτι που ήταν κάποτε 
λυχνάρι
ζωντάνιας στην ψυχή μου
μεταμορφώθηκε άξαφνα
σε σκοτεινή θύμηση της φυγής σου
που φυλακίζει με ισόβια δεσμά 
εικόνων 
αδιόρατου κολαστηρίου.
Την νύχτα που η αόρατη μορφή
της σκέψης σου με ταλανίζει
κάθομαι στην ακρογιαλιά
της θλίψης 
προσμένοντας να με αντικρίσει
αλλά οι σκέψεις μεταμορφώνονται
σε εφιάλτη 
ήλιου που παύει να φωτίζει.
Ο αέρας που φυσούσε κάποτε
γαλήνια στο άδειο πρόσωπό μου
φέρνοντας τις ευωδιές
ζωντανής αύρας 
που είχες στο λαιμό σου
μετατράπηκε σε μονότονο ήχο
ψευδαίσθησης 
του πλανερού σώματός μου.
Συναίσθημα 
που νοερά ταξίδεψε και
χάθηκε σε άγνωστη πορεία
σαν σκέψεις έρημων πηγαδιών
που στέρεψαν από ευτυχία
φτερούγισες και εσύ από εδώ
βυθίζοντας τη σκέψη μου σε αέναη δυστυχία. 



Λιάκας Παντελής

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

Πέντε δάκρυα, Δημήτρης Γκόγκας

 
3ο βραβείο του 4ου Πανελλήνιου Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ
 
 
Χιόνι

Σπογγισμένο αίμα
που στράγγιξε
κι έγινε λάβα που καίει
στα σπλάχνα της.
Κάποτε,
μέσα απ’ τις ρωγμές του σώματός της,
γίνεται γραμμή κόκκινου μολυβιού.
Καίει ό,τι την πόνεσε.
Κι ύστερα
στάχτη
και χιόνι που πέφτει στο έρημο σπίτι.

Βροχή

Κάθε χρόνο
την ίδια μέρα,
μικρή ώρα δειλινού,
βρέχει.
Επέτειος θλίψης,
απώλειας
και χωρισμού.

Ρίγη στα μάρμαρα.
Μια ξαφνική μπόρα
τον ύπνο των νεκρών ταράζει.

Ιδρώτας

Της πατρίδας το χρέος ξεπληρώθηκε.
Είπες: Με το παραπάνω
Και –θυμούμαι- έκανες και μια κίνηση
με το χέρι σαν να ‘θελες να ξεφύγεις.
Τώρα ήρθε η σειρά της.
Βάλανε κάτω όλα τα ίχνη και τις υπογραφές,
οι πέτρες και τα σίδερα έτοιμα
-είχε καλούς σιδηρουργούς η Πατρίδα-
Τα καινούρια συμβόλαια έτοιμα.
Και πάλι χρέος.
Ο ιδρώτας κυλούσε σαν τον κόμπο στο λαιμό σου.

Γάλα

Πίσω απ’ αυτές τις βιτρίνες δούλευες.
Εγώ στους δρόμους.
Συναντιόμασταν στο ίδιο καφενείο
με άλλους συντρόφους και δεν
ανταλλάσσαμε κουβέντα.
Χαρτιά έπαιζα μόνο με τον καφετζή.
Απορούσα βέβαια,
Καθώς είχαμε πιει από το ίδιο ποτήρι γάλα.

Αίμα

Είναι στη μοίρα μας.
Έτσι να πεθάνουμε.
Σε κάποιο χρόνο ανομβρίας.
Όταν τα δέντρα θα διψούν,
θα μας φυτέψουνε στις ρίζες τους,


το αίμα μας να πιούνε.

Φάτα Μοργκάνα, Κωνσταντίνος Ζαχαρόπουλος

 
2ο βραβείο του 4ου Πανελλήνιου Ποιητικού Διαγωνισμού
 ΕΛΙΚΩΝ 

Δεν το γνωρίζω ετούτο το νησί



κι ας πλέουν στ' ακρόπρωρο 

μνήμες οικείες 

ριγμένες ανάκατα σα φύλλα χινοπωρινά 

πάνω στις γλαυκές στέγες 

των κυμάτων. 

Κάποτε οι φλέβες του μεσημεριού 

ακουμπισμένες στα σγουρά κοχύλια

κάποτε μια πέτρα σκαλιστή 

απ'το αρχαίο θύμωμα του ανέμου 

-εδώ η φτέρνα του Κενταύρου εκεί της Πενθεσίλειας 

το κομμένο χέρι-

Το βλέμμα ερίζωσε σε κάποια ξέρα μακρινή 

να μαντέψει τους γλάρους εναλίων ρημάτων 

μα η ποίηση όπου την αγγίξεις σε πληγώνει.



Δεν το γνωρίζω ετούτο το νησί.



Συνθλίβεται η μοίρα συχνά 

στις Συμπληγάδες της γλώσσας 

μετατοπίζοντας στα ύφαλα των συλλαβών 

το ελάχιστο βάρος των πραγμάτων: 

Γράψε «μόνος» εκεί που θα 'γραφες «μονός» 

να 'χει το σχήμα του ασπρισμένου βότσαλου 

και του πεσμένου φύλλου. 

Γράψε «γέρνω» αντί για «γερνώ» 

που 'χει μια κλίση ρέουσα και εναργή 

όπως ο ήλιος πάνω από το Ταίναρο 

ή το νερό μες στο ποτήρι. 

Πες «πότε;» αντί να πεις «ποτέ!» 

να 'ναι εύπλαστο και προσιτό 

σαν ίσκιος καρυδιάς που ξεμπαρκάρουνε 

οι ονειραμοιβοί κι οι γρύλοι.



Δεν το γνωρίζω ετούτο το νησί





μήτε το ανίσκιωτο ακρογιάλι 

του πικρού γυρισμού μήτε το ριζωμένο λιόδεντρο 

μήτε το γέρικο σκυλί. 

Ανάμεσα στα ροζιασμένα δάχτυλα 

και το γλυφό ηλιοσκαμμένο δέρμα 

εκείνων που εξορίστηκαν στις πολιτείες του νοτιά 
η ποίηση όπου την αγγίξεις σε πληγώνει.

Χάσιμο χρόνου (Η εμφύλιος διχογνωμία), Γεώργιος Μουτσινάς

 
 1ο βραβείο του 4ου Πανελλήνιου Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ
 
 
Ενταύθα
«Δεν φταίω'
οι ακρώρειες παραδοξολογίες της τυμβωρύχου ιδιοσυστασίας μου 
υπερέβησαν τα εσκαμμένα» απολογείτο έμφοβη η Μνήμη
Θέλοντας να εκπονήσει επιμνημόσυνο δέηση 
για τις πληγείσες ιδιοσυγκρασίες, μεταρσιώθηκε· 
από ακρογωνιαία πρωτουργός της Πλοκής, εξετροχιάσθη κρουνηδόν 
στην υπ' αριθμόν ένα ακερδή λαθραναγνώστριά της
Μετέρχετο ιδίοις εξόδοις προσηκόντων νοσηλείων 
μέτρων αστυνόμευσης - εγνωσμένου ρεβανσισμού: 
βαττολογώντας, εκπαραθύρωσε και καρατόμησε πασιφανώς 
την κοιτίδα αργυραμοιβό, Λήθη αγανάκτησή της 
-το αντεπιστέλλον της, απάτορ μέλος-
αναφανδόν μεμφόμενη κεφαλών, ήσπαιρε περί της διπλωπικής τους ώσμωσης
«μέμνησο, μη φόβος σε νικάτω φρένας. 
συ δ' αυτάδελφον αίμα και κοινού πατρός» [1]
«επιτρέψατέ μου» 
προφασίστηκε εν συνεχεία ιταμώς 
η εν ταις πολλαίς αμαρτίες περιπεσούσα Στιγμή
Παρενεβλήθη αποπειρώμενη να διακριβώσει καταλεπτώς 
πώς πληκτρίζεται, πώς ορθογραφείται το «τετέλεσται»
-  δια του «σταυρωθήναι»;
Πώς εμφιλοχωρεί, πώς δηλώνεται το απραγματοποίητο· 
το προσδοκώμενο, η αόριστη επανάληψη πού υπόκεινται, πού οφείλονται
Στο καταχείμωνο, πότε παρέρχεται, ποιον αντιπαρέρχεται η Ισημερία· 
πόθεν πώς το εκάστοτε γραμμάτιο Υποκείμενο δαΐζεται, το κατηγορούμενο 
πώς εκκυβεύεται, και μεταξύ ποίων ιδιοκτητικών ρημάτων διαμερίζεται
Ποιος απαξίωσε όσα καταχώνιασες ξεφτισμένα καλοκαίρια 
σε στέρφες κολπώσεις εκκαυμάτων ως έγγιστα οπερετικών
-  Θαρρείς; Έχει περάσει πια η μόδα
Η ετεροπροσωπία πώς συνάγεται, ο γοερός σολοικισμός της 
πώς εκφέρεται -αν εκφέρεται-
Η αυτοπάθεια, η αλληλοπάθεια, η απάθεια, η αλλοπάθεια, πώς φθέγγονται
-  η δοτική προσωπική, η γενική κτητική
συνέστησαν εκ των ενόντων, μονάχες τους, σωσίβιες πτώσεις;
Με ποιους συνετάχθη το ποιητικό αίτιο, οι υποθετικοί λόγοι 
λανθάνοντες και μη, εξαρτώμενοι, ο Εμφωλεύων, ο πλάγιος
«Με ποιο δικαίωμα, Κύριε, προς τι 
τιθέμεθα προ τετελεσμένου γεγονότος» λίαν ενθέρμως διετείνετο
«Προς θεού
Βασικά, μόνο και μόνο που υπήρξατε, ήτανε κάτι σαν άνορχις εγωτισμός
Κοίταξε στο μεσοδιάστημα, τουλάχιστον, 
να δίνεσαι να δίνεσαι να τρωθείς, να πληγείς, να ματώσεις»
κατηνέγκατο εναργώς η μονόχορδη, νουνεχής Πραγματικότητα.


Εις το «δια ταύτα»
«Κι όμως, δεν στάθηκα πολύ 
αν μη τι άλλο, μέχρι να εκκινήσει τις αυτόφωρες διαδικασίες επιβίβασής του 
ο νεφοσκεπής μου Συρφετός, ώσπου να εκτυλιχθεί 
ο τοκογλυφικός υετός της απτίλου Μνήμης
Και πάλι, κατόρθωσε μονοστιγμής, ερήμην μου να συνονθυλεύσει 
αραδιάζοντας παρ' ολίγον ταχυδακτυλουργικώς τα ενθύμια συμπράγκαλά της:
τα οδοιπορικά, την προαναχώρηση, τα όστρακα, τα ειδωλεία, τα εδώλια, 
τ' αλλόφωνα, τ' αλλόφρονα,
τα γραμμόφωνα, τα φερέφωνα, τα μονόξυλα και τα ερημοκκλήσια» 
αποποιήθηκε αυτεπαγγέλτως πάσης ευθύνης η ποταπή μου Ατολμία
«Τελεύει, τελεύει ο άνθρωπος» 
θρηνούσαν ακράδαντα οι συμπληγάδες της Λέξεις
«προϊδών ελάλησε περί της αναστάσεως του Χριστού 
ότι ου κατελείφθη η ψυχή αυτού εις άδου 
ουδέ η σαρξ αυτού είδε διαφθοράν.» [2]
Στο μεταξύ, αλήθευε η ξεμωραμένη Νύχτα κατά δήλωσίν της
- εξ αδιαιρέτου αναθηματικήν
Με τα χείλη της εγεύετο άξεστα τις οξύληκτες επάλξεις 
της σεληνιακής της λαιμητόμου,
κατακυριεύοντας άνευ χαρτοφυλακίου και κρυφίως εκπορνεύοντας 
ό,τι παλιατζούρες περιστάσεις έβρισκε μπροστά της
Τώρα, θέλεις γιατί παρεπιδημούσε εντεταμένη χαμερπώς 
η διαλελυμένη αποφορά της Σήψης
επαίρετο σατραπικά ανυποχώρητη στα χέρια της μητέρας μου
- μεσίστια έκειτο η ιζηματογενής κατολίσθησή της· 
θέλεις γιατί η στρίγγλα η εντοπιότητά της 
καθότανε άγαρμπα σε καρέκλα με τρία πόδια,
ψάλλοντας μπακαλίστικα το τριώνυμο άλγος της αμφιβόλου ενδιαίτησής της 
Θέλεις επειδή το στερέωμα έπασχε από ακατάσχετη αστρορραγία
-η γραία ψυχοσύνθεσή του
ψηλάφιζε άκριτα οζαινώδεις προτομές απωλειών-
Θέλεις, πάλι, γιατί οι άκροτες κραυγές της Απόγνωσης
ενετέλλοντο ραχατλίδικα εις ευήκοα ώτα εξορίστων ιδιοσυστασιών
-αυτή αν πήρε κι έδωσε δήγματα γραφής για το ασύδοτο ποιόν της
«Αχ, τι θέλω και μιλάω - είναι χάσιμο χρόνου η μεμψιμοιρία
καρκινοβασία, παρέλκυση είναι η εμφύλιος διχογνωμία της Οιμωγής» εξανέστη εν τέλει η μπαϊλντισμένη αυτοσυντήρησή μου
«Να μου κάνεις τη χάρη 
Ούτως ή άλλως, η ευσύνοπτη περίοδος χάριτος είναι που επείγει
να κατασκαφθείς».
 



[1] Αισχύλου «Ευμενίδες», 88-89. Απόλλων (ed. Herbert Weir Smyth, 1926). 
[2] Κανών της Καινής Διαθήκης. Ευαγγελιστού Λουκά, Πράξεις των Αποστόλων, 2: 31. Το κήρυγμα του Αποστόλου Πέτρου κατά την Πεντηκοστή.

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

2η ΟΜΑΔΙΚΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ



2η Ομαδική Ποιητική Συλλογή
ISBN 978-618-81901-9-1
σελ. 88


Η συμμετοχή μου με το ποίημα ''Σκέψεις'' στη συλλογική Ποιητική συλλογή των εκδόσεων Διάνυσμα.


Συμμετοχές κατ’ αλφαβητική σειρά:

ΓΙΩΡΓΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ-ΚΟΡΝΗΛΙΑΔΗΣ

ΝΕΦΕΛΗ ΑΝΔΡΙΑΝΟΥ

ΝΙΚΟΣ ΒΑΡΔΑΚΑΣ

ΣΤΑΜΑΤΙΑ ΒΛΑΓΚΑ

ΧΑΡΗΣ ΓΑΝΤΖΟΥΔΗΣ

ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΒΑΚΙΡΛΗ-ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

ΜΙΧΑΛΗΣ ΒΑΚΡΙΝΟΣ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

ΜΑΡΙΑ ΓΚΟΥΜΑ

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗ

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΒΟΥΔΟΥΡΗ

ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΟΥΜΠΙΑΔΗΣ

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ

ΝΙΚΟΣ ΚΑΤΣΙΚΑΝΗΣ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΟΥΣΟΥΛΑΣ

ΚΩΣΤΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ

ΜΑΡΙΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ

ΛΙΤΣΑ ΚΥΠΡΑΙΟΥ

ΜΑΡΙΛΙΑ Λ.

ΜΑΡΙΟΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΑΝΤΖΑΡΗΣ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΟΥΧΑΣ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΠΟΝΟΒΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΤΖΟΥΚΑΣ

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΝΤΟΒΑΣ

ΛΟΥΚΑΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

ΛΟΥΚΙΑ ΠΛΥΤΑ

ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΝΟΥ

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΛΙΑΚΑΣ

ΠΟΠΗ ΠΑΝΤΕΛΑΚΗ

ΦΑΙΗ ΡΕΜΠΕΛΟΥ

ΝΙΚΟΣ ΣΟΥΒΑΤΖΗΣ

ΝΙΚΗ ΤΑΓΚΑΛΟΥ

ΝΙΝΑ ΤΑΜΟΥ

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΙΟΥΤΑΚΟΣ

ERINA ESPIRITU

Πρέβεζα, Κώστας Καρυωτάκης



  Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίσει μια ''ελλιπή'' μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
''Υπάρχω;'' λες, κ' ύστερα ''δεν υπάρχεις!''
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.

Το Μονόγραμμα, Οδυσσέας Ελύτης


I
Θά πενθώ πάντα μ’ ακούς; γιά σένα,
μόνος, στόν Παράδεισο
Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχος
Μια στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός
Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
Μέ το δριμύ του μαύρου του θανάτου.

ΙΙ.
Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’ άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια
Μιλημένα τα σώματα καί οί βάρκες πού έκρουζαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μια στόν αέρα μια στή μουσική
Τα δυο μικρά ζωα, τα χέρια μας
Πού γύρευαν ν’ ανέβουνε κρυφά το ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ το δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τα κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’ τίς ξερολιθιές, πίσω άπ’ τούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρεις φορές το μώβ τρεις μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί το τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο μέ τη Γοργόνα μέ τα ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά
Παιδί μέ το λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων το απλησίαστο
Πενθώ το ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.


 ΙΙΙ.
Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα
Επειδή σ’ αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού, γιά το μικρό το πόδι σού μες στ’ αχανή
σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε
Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαιδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά το "τί" καί το "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι καί πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα, καί το νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ καί σ’ αγαπώ
Πάντα Εσύ το νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό
Εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Πού πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’ αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο καί το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για μενα

ΙV.
Είναι νωρίς ακόμη μες στόν κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα μ’ ακούς
Τό χαμένο μου το αίμα καί το μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μες στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας, μ’ ακούς
Πού μ’ αφήνεις, πού πάς καί ποιος, μ’ ακούς
Σού κρατεί το χέρι πάνω απ’ τούς κατακλυσμούς
Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά `ρθει μέρα, μ’ ακούς
Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα, μ’ ακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά, ν’ ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει
Στά νερά ένα ένα, μ’ ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί, μ’ ακούς
Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ ακούς
Τής αγάπης
Μια γιά πάντα το κόψαμε
Καί δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη γή, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα δεν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς
Καί κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Νά τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από το μόνο θέλημα τής αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
άκου, άκου
Ποιος μιλεί στά νερά καί ποιος κλαίει ακούς;
ποιος γυρευει τον αλλο, ποιος φωναζει
ακους;
Είμ’ εγώ πού φωνάζω κι είμ’ εγώ πού κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.

V.
Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ’ αντάρτες απόμαχους
Από τι νά `ναι πού έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί, λέει, νά μέλει κοντά σου νά `ρθω
Πού δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό
Καί γιά σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στά μέρη τ’ αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί το χέρι
Πιο δω, πιο κεί, προσεχτικά σ’ όλα το γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τούς κόλπους, τα μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά
Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού, μέσα στό σπίτι μέ το σκρίνιο το παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί το κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ’ άλογο του Αγίου καί το αυγό της Ανάστασης
Σάν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τη στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή
Πού κανείς νά μην έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μες στίς ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα, ούτε η γερόντισσα μ’ όλα της τα βοτάνια
Γιά σένα μόνο εγώ, μπορεί, καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’ αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μες στό σώμα καί πού τρυπάει τη θύμηση
Καί νά το χώμα, νά τα περιστέρια, νά η αρχαία μας γή.

VI.
Έχω δεί πολλά καί η γή μες απ’ το νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μες στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μες στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά
τής θάλασσας
Έτσι σ’ έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά `χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που το πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ ακολουθεί
Καί νά παίζει μέ τ’ άσπρο καί το κυανό η ψυχή μου !
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τη ρολογιά καί το γκιούλ μπιρσίμι
Πήγαινε, πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος, καί ας είμ’ εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο!

VII.
Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα
Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περπατάς στο νερό
και μισή να σε κλαίω μες στον παράδεισο