1ο βραβείο του 4ου Πανελλήνιου Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ
Ενταύθα
«Δεν φταίω'
οι ακρώρειες παραδοξολογίες της τυμβωρύχου
ιδιοσυστασίας μου
υπερέβησαν τα εσκαμμένα» απολογείτο έμφοβη η Μνήμη
Θέλοντας να εκπονήσει επιμνημόσυνο
δέηση
για τις πληγείσες ιδιοσυγκρασίες,
μεταρσιώθηκε·
από ακρογωνιαία πρωτουργός της Πλοκής,
εξετροχιάσθη κρουνηδόν
στην υπ' αριθμόν ένα ακερδή
λαθραναγνώστριά της
Μετέρχετο
ιδίοις εξόδοις προσηκόντων νοσηλείων
μέτρων
αστυνόμευσης - εγνωσμένου ρεβανσισμού:
βαττολογώντας,
εκπαραθύρωσε και καρατόμησε πασιφανώς
την
κοιτίδα αργυραμοιβό, Λήθη αγανάκτησή της
-το
αντεπιστέλλον της, απάτορ μέλος-
αναφανδόν
μεμφόμενη κεφαλών, ήσπαιρε περί της διπλωπικής τους ώσμωσης
«μέμνησο,
μη φόβος σε νικάτω φρένας.
συ
δ' αυτάδελφον αίμα και κοινού πατρός» [1]
«επιτρέψατέ
μου»
προφασίστηκε
εν συνεχεία ιταμώς
η
εν ταις πολλαίς αμαρτίες περιπεσούσα Στιγμή
Παρενεβλήθη
αποπειρώμενη να διακριβώσει καταλεπτώς
πώς
πληκτρίζεται, πώς ορθογραφείται το «τετέλεσται»
- δια του «σταυρωθήναι»;
Πώς
εμφιλοχωρεί, πώς δηλώνεται το απραγματοποίητο·
το
προσδοκώμενο, η αόριστη επανάληψη πού υπόκεινται, πού οφείλονται
Στο
καταχείμωνο, πότε παρέρχεται, ποιον αντιπαρέρχεται η Ισημερία·
πόθεν
πώς το εκάστοτε γραμμάτιο Υποκείμενο δαΐζεται, το κατηγορούμενο
πώς
εκκυβεύεται, και μεταξύ ποίων ιδιοκτητικών ρημάτων διαμερίζεται
Ποιος
απαξίωσε όσα καταχώνιασες ξεφτισμένα καλοκαίρια
σε
στέρφες κολπώσεις εκκαυμάτων ως έγγιστα οπερετικών
- Θαρρείς; Έχει περάσει πια η
μόδα
Η
ετεροπροσωπία πώς συνάγεται, ο γοερός σολοικισμός της
πώς
εκφέρεται -αν εκφέρεται-
Η αυτοπάθεια, η αλληλοπάθεια, η απάθεια, η
αλλοπάθεια, πώς φθέγγονται
- η δοτική προσωπική, η γενική
κτητική
συνέστησαν εκ των ενόντων, μονάχες τους,
σωσίβιες πτώσεις;
Με ποιους συνετάχθη το ποιητικό αίτιο, οι
υποθετικοί λόγοι
λανθάνοντες και μη, εξαρτώμενοι, ο
Εμφωλεύων, ο πλάγιος
«Με ποιο δικαίωμα, Κύριε, προς τι
τιθέμεθα προ τετελεσμένου γεγονότος» λίαν ενθέρμως διετείνετο
«Προς θεού
Βασικά, μόνο και μόνο που υπήρξατε, ήτανε
κάτι σαν άνορχις εγωτισμός
Κοίταξε
στο μεσοδιάστημα, τουλάχιστον,
να
δίνεσαι να δίνεσαι να τρωθείς, να πληγείς, να ματώσεις»
κατηνέγκατο εναργώς η μονόχορδη, νουνεχής
Πραγματικότητα.
Εις το «δια ταύτα»
«Κι όμως, δεν στάθηκα πολύ
αν μη τι άλλο, μέχρι να εκκινήσει τις
αυτόφωρες διαδικασίες επιβίβασής του
ο νεφοσκεπής μου Συρφετός, ώσπου να
εκτυλιχθεί
ο τοκογλυφικός υετός της απτίλου Μνήμης
Και πάλι, κατόρθωσε μονοστιγμής, ερήμην
μου να συνονθυλεύσει
αραδιάζοντας παρ' ολίγον
ταχυδακτυλουργικώς τα ενθύμια συμπράγκαλά της:
τα οδοιπορικά, την προαναχώρηση, τα
όστρακα, τα ειδωλεία, τα εδώλια,
τ' αλλόφωνα, τ' αλλόφρονα,
τα γραμμόφωνα, τα φερέφωνα, τα μονόξυλα
και τα ερημοκκλήσια»
αποποιήθηκε αυτεπαγγέλτως πάσης ευθύνης η
ποταπή μου Ατολμία
«Τελεύει, τελεύει ο άνθρωπος»
θρηνούσαν ακράδαντα οι συμπληγάδες της
Λέξεις
«προϊδών ελάλησε περί της αναστάσεως
του Χριστού
ότι ου κατελείφθη η ψυχή αυτού εις
άδου
ουδέ η σαρξ αυτού είδε διαφθοράν.» [2]
Στο μεταξύ, αλήθευε η ξεμωραμένη Νύχτα
κατά δήλωσίν της
- εξ αδιαιρέτου αναθηματικήν
Με τα χείλη της εγεύετο άξεστα τις οξύληκτες
επάλξεις
της σεληνιακής της λαιμητόμου,
κατακυριεύοντας άνευ χαρτοφυλακίου και
κρυφίως εκπορνεύοντας
ό,τι παλιατζούρες περιστάσεις έβρισκε
μπροστά της
Τώρα,
θέλεις γιατί παρεπιδημούσε εντεταμένη χαμερπώς
η
διαλελυμένη αποφορά της Σήψης
επαίρετο σατραπικά ανυποχώρητη στα χέρια
της μητέρας μου
- μεσίστια έκειτο η ιζηματογενής
κατολίσθησή της·
θέλεις γιατί η στρίγγλα η εντοπιότητά
της
καθότανε άγαρμπα σε καρέκλα με τρία πόδια,
ψάλλοντας μπακαλίστικα το τριώνυμο άλγος
της αμφιβόλου ενδιαίτησής της
Θέλεις επειδή το στερέωμα έπασχε από
ακατάσχετη αστρορραγία
-η γραία ψυχοσύνθεσή του
ψηλάφιζε άκριτα οζαινώδεις προτομές
απωλειών-
Θέλεις, πάλι, γιατί οι άκροτες κραυγές της
Απόγνωσης
ενετέλλοντο ραχατλίδικα εις ευήκοα ώτα
εξορίστων ιδιοσυστασιών
-αυτή αν πήρε κι έδωσε δήγματα γραφής για
το ασύδοτο ποιόν της
«Αχ, τι θέλω και μιλάω - είναι χάσιμο χρόνου η
μεμψιμοιρία
καρκινοβασία, παρέλκυση είναι η εμφύλιος
διχογνωμία της Οιμωγής» εξανέστη
εν τέλει η μπαϊλντισμένη αυτοσυντήρησή μου
«Να μου κάνεις τη χάρη
Ούτως ή άλλως, η ευσύνοπτη περίοδος
χάριτος είναι που επείγει
να κατασκαφθείς».
[1] Αισχύλου «Ευμενίδες», 88-89.
Απόλλων (ed. Herbert Weir Smyth, 1926).
[2] Κανών της Καινής Διαθήκης.
Ευαγγελιστού Λουκά, Πράξεις των Αποστόλων, 2: 31. Το κήρυγμα του
Αποστόλου Πέτρου κατά την Πεντηκοστή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου