Μετάφραση αρχαίου κειμένου
ΒΙΒΛΙΟ Β ΚΕΦΑΛΑΙΟ I (16-32)
ΒΙΒΛΙΟ Β ΚΕΦΑΛΑΙΟ IΙ (1-4 ΚΑΙ 16-23)
Ενώ έτσι είχαν τα πράγματα, ο Θηραμένης είπε στην εκκλησία του δήμου ότι, αν θέλουν να στείλουν αυτόν τον ίδιο τον Λύσανδρο, θα επιστρέψει γνωρίζοντας αν οι Σπαρτιάτες επιμένουν για την κατεδάφιση των τειχών, επειδή θέλουν να υποδουλώσουν την πόλη, ή για να έχουν εγγύηση. Όταν λοιπόν τον έστειλαν έμενε κοντά στον Λύσανδρο τρεις μήνες και καιροφυλακτώντας πότε οι Αθηναίοι επρόκειτο εξαιτίας της παντελούς έλλειψης των τροφίμων να συμφωνήσουν σε ό,τι κάποιος θα τους πρότεινε.
Όταν γύρισε τον τέταρτο μήνα, ανακοίνωσε στην εκκλησία του δήμου ότι τάχα ο Λύσανδρος τον κρατούσε αιχμάλωτο έως τότε και έπειτα τον διέταζε να μεταβεί στην Σπάρτη, γιατί του έλεγε ότι δεν είναι αρμόδιος αυτός για όσα τον ρωτούσε αλλά οι έφοροι. Ύστερα από αυτά ο Θηραμένης εκλέχτηκε μαζί με άλλους εννιά, ως πρεσβευτής με απόλυτη εξουσιοδότηση για την Σπάρτη.
18-19
Στο μεταξύ ο Λύσανδρος έστειλε στους εφόρους μαζί με άλλους Σπαρτιάτες τον Αριστοτέλη, που ήταν εξόριστος Αθηναίος, για να τους αναγγείλει ότι αποκρίθηκε στον Θηραμένη πως εκείνοι ήταν αρμόδιοι για ειρήνη και πόλεμο. Ο Θηραμένης και οι άλλοι πρέσβεις, όταν βρίσκονταν στη Σελλασία, καθώς τους ρωτούσαν για ποιο λόγο είχαν έρθει, απάντησαν ότι είχαν έρθει με απόλυτη εξουσιοδότηση για την ειρήνη, ύστερα από αυτά οι έφοροι πρόσταξαν να τους φωνάξουν. Όταν οι Αθηναίοι πρέσβεις έφτασαν στη Σπάρτη, οι έφοροι συγκάλεσαν συνέλευση των συμμάχων τους, στην οποία οι Κορίνθιοι και κυρίως οι Θηβαίοι αλλά και πολλοί άλλοι Έλληνες αντιπρότειναν να μην συνθηκολογήσουν με τους Αθηναίους αλλά να τους αφανίσουν.
20-21
Οι Σπαρτιάτες όμως είπαν ότι δεν θα υποδουλώσουν μια πόλη ελληνική που είχε προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στους πολύ μεγάλους κινδύνους που απείλησαν την Ελλάδα, γι' αυτό δέχτηκαν να κάνουν ειρήνη με τον όρο οι Αθηναίοι, αφού γκρεμίσουν τα μακρά τείχη και τα τείχη του Πειραιά, παραδώσουν τα πλοία εκτός από δώδεκα και επαναφέρουν τους εξόριστους, να ακολουθούν τους Σπαρτιάτες και στη ξηρά και στη θάλασσα, όπου τους οδηγούν αυτοί, έχοντας τον ίδιο με αυτούς εχθρό και φίλο. Ο Θηραμένης και οι συμπρέσβεις του μετέφεραν αυτούς τους όρους στην Αθήνα.
Όταν έμπαιναν στην πόλη, τους περικύκλωσε πολύς λαός, γιατί φοβούνταν μήπως γύρισαν άπρακτοι, γιατί δεν χωρούσε πια άλλη αναβολή, επειδή πολλοί πέθαιναν από την πείνα.
22-23
Την επόμενη μέρα οι πρέσβεις ανακοίνωσαν με ποιους όρους οι Σπαρτιάτες δέχονταν να συνάψουν την ειρήνη, ο Θηραμένης μιλώντας εξ ονόματος των πρέσβεων έλεγε ότι πρέπει να υπακούσουν στους Σπαρτιάτες και να γκρεμίσουν τα τείχη. Επειδή λίγοι του έφεραν αντίρρηση, αλλά πολλοί περισσότεροι συμφώνησαν μαζί του, αποφάσισαν να δεχτούν την ειρήνη. Ύστερα από αυτά και ο Λύσανδρος κατέπλευσε στον Πειραιά και οι εξόριστοι επέστρεφαν στην πατρίδα τους και άρχισαν να γκρεμίζουν τα τείχη πολύ πρόθυμα, ενώ οι αυλητρίδες έπαιζαν τον αυλό τους και τραγουδούσαν, επειδή νόμιζαν ότι εκείνη η μέρα ήταν για την Ελλάδα η αρχή της ελευθερίας.
ΒΙΒΛΙΟ Β ΚΕΦΑΛΑΙΟ IΙI (50-56)
50-51
Μόλις είπε αυτά και τελείωσε την αγόρευσή του, η βουλή τον επιδοκίμασε φανερά και τότε ο Κριτίας, επειδή κατάλαβε ότι, αν επιτρέψει στη βουλή να αποφασίσει γι' αυτόν με ψηφοφορία, θα γλιτώσει και επειδή θεώρησε αυτό ανυπόφορο, πλησίασε τους τριάκοντα, μίλησε λίγο μαζί τους, βγήκε από τη βουλή και διέταξε αυτούς που είχαν τα εγχειρίδια να σταθούν φανερά στα κιγκλιδώματα της βουλής.
Και αφού ξαναμπήκε είπε ''Εγώ, κύριοι βουλευτές, νομίζω ότι είναι καθήκον κάθε άξιου πολιτικού ηγέτη, όταν βλέπει τους φίλους του να εξαπατώνται, να μην το επιτρέπει. Και εγώ λοιπόν αυτό θα κάνω. Γιατί και αυτοί εδώ λοιπόν που έχουν σταθεί μπροστά λένε ότι δεν θα μας επιτρέψουν, αν αθωώσουμε έναν άντρα που ολοφάνερα βλάπτει την ολιγαρχία. Αναγράφεται βέβαια στους νέους νόμους κανένας απ ' όσους ανήκουν στους τρισχιλίους να μην θανατώνεται χωρίς την δική σας ψήφο, να έχουν όμως οι τριάκοντα το δικαίωμα να θανατώνουν αυτούς που είναι έξω από τον κατάλογο. Εγώ λοιπόν, είπε, εξαλείφω αυτόν εδώ τον Θηραμένη από τον κατάλογο με τη σύμφωνη γνώμη όλων μας. Και αυτόν, είπε, εμείς τον καταδικάζουμε σε θάνατο.
52-53
Όταν άκουσε ο Θηραμένης αυτά, αναπήδησε στον βωμό της βουλής και είπε: Εγώ άντρες, σας υποβάλλω την πιο νόμιμη παράκληση απ' όλες, να μην έχει δηλαδή ο Κριτίας το δικαίωμα να διαγράφει από τον κατάλογο ούτε εμένα, ούτε όποιον από εσάς θέλει, αλλά σύμφωνα με τον νόμο, τον οποίο αυτοί ακριβώς συνέταξαν γι' αυτούς που περιλαμβάνονται στον κατάλογο,σύμφωνα με αυτόν, και εσείς και εγώ να δικαζόμαστε.
Και δεν αγνοώ βέβαια αυτό, μα τους θεούς, είπε, ότι δηλαδή καθόλου δεν θα με βοηθήσει αυτός εδώ ο βωμός, αλλά θέλω να σας αποδείξω και το εξής, ότι δηλαδή αυτοί εδώ είναι πολύ άδικοι απέναντι στους ανθρώπους, αλλά και πολύ ασεβείς απέναντι στους θεούς. Απορώ όμως με σας, άντρες καλοί και έντιμοι, είπε, που δεν θα βοηθήσετε τον ίδιο τον εαυτό σας, και μάλιστα ενώ γνωρίζετε ότι το δικό μου όνομα δεν διαγράφεται καθόλου πιο εύκολα από τον δικό μου κατάλογο απ' ότι το όνομα του καθενός από σας.
54-55
Ύστερα από αυτό ο κήρυκας των τριάκοντα κάλεσε τους έντεκα να συλλάβουν τον Θηραμένη και όταν εκείνοι μπήκαν μέσα μαζί με τους βοηθούς τους, έχοντας επικεφαλής το Σάτυρο, τον θρασύτατο και αναιδέστατο, είπε ο Κριτίας: ''Σας παραδίδουμε αυτόν εδώ τον Θηραμένη που έχει καταδικαστεί σύμφωνα με το νόμο. Και εσείς οι έντεκα, αφού τον συλλάβετε και τον οδηγήσετε εκει που πρέπει, να εκτελέσετε τα περαιτέρω''.
Μόλις είπε αυτά ο Κριτίας, ο Σάτυρος προσπαθούσε να αποσπάσει τον Θηραμένη από τον βωμό, το ίδιο έκαναν και οι βοηθοί του. Τότε ο Θηραμένης, όπως βέβαια ήταν φυσικό, επικαλούνταν και θεούς και ανθρώπους να δουν καλά αυτά τα οποία γίνονταν. Αλλά οι βουλευτές αδρανούσαν, γιατί έβλεπαν ότι και αυτοί που ήταν κοντά στα κιγκλιδώματα ήταν όμοιοι με τον Σάτυρο και ότι ο χώρος μπροστά στο βουλευτήριο ήταν γεμάτος από τους φρουρούς και γιατί γνώριζαν, ότι αυτοί παρευρίσκονταν οπλισμένοι με εγχειρίδια.
56
Και αυτοί οι έντεκα έσυραν τον άντρα περνώντας τον μέσα απ΄την αγορά, ενώ αυτός φώναζε με πολύ μεγάλη φωνή τι πάθαινε. Λένε και αυτή τη φράση αυτού. Μόλις του είπε ο Σάτυρος ότι θα θρηνήσει, αν δεν σωπάσει, τον ρώτησε: ''Αν σιωπώ,είπε, άραγε δεν θα θρηνήσω;'' Και όταν έπινε το κώνειο, καθώς αναγκαζόταν να πεθάνει, λένε ότι αυτός, αφού έριξε κάτω σταγόνα-σταγόνα ότι απέμεινε στο ποτήρι, όπως στο παιχνίδι με τον ''κότταβο'', είπε: ''αυτό στην υγειά του όμορφου Κριτία''. Και δεν αγνοώ βέβαια αυτό, ότι δηλαδή αυτά δεν είναι αποφθέγματα αξιόλογα, όμως κρίνω αξιοθαύμαστο αυτό το στοιχείο του άντρα, το ότι δηλαδή ακόμα και την ώρα που πλησίαζε ο θάνατος δεν έλειψε από την ψυχή του ούτε η αυτοκυριαρχία, ούτε το χιούμορ του.
ΒΙΒΛΙΟ Β ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV (18-23)
18-20
Αφού ο Θρασύβουλος είπε αυτά, γύρισε πάλι προς το μέρος των εχθρών και περίμενε. Γιατί και ο μάντης τους συμβούλευε να μην επιτεθούν, προτού κάποιος από τους δικούς τους ή σκοτωθεί τραυματιστεί. ''Όταν όμως αυτό γίνει, θα προχωρήσω μπροστά εγώ, είπε, και εσείς που θα με ακολουθείτε θα νικήσετε, ενώ εγώ θα σκοτωθώ, όπως βέβαια το προαισθάνομαι.
Και δεν βγήκε ψεύτης. Αντίθετα, μόλις πήραν στα χέρια τους τα όπλα, ο ίδιος, σαν να οδηγούνταν από κάποια θεική βούληση, πήδησε ορμητικά πρώτος έξω από την παράταξη, έπεσε πάνω στους εχθρούς και σκοτώθηκε- και έχει ταφεί στην διάβαση του Κηφισού. Οι άλλοι όμως βγήκαν νικητές και καταδίωξαν τον εχθρό ως την πεδιάδα. Εκεί σκοτώθηκαν ο Κριτίας και ο Ιππόμαχος μεταξύ των τριάκοντα, ο Χαρμίδης, ο γιός του Γλαύκωνα, μεταξύ των δέκα αρχόντων του Πειραιά, και άλλοι εβδομήντα περίπου. Και τα όπλα του οι δημοκρατικοί τα πήραν, από κανέναν όμως πολίτη δεν αφαίρεσαν τους χιτώνες. Αφού έκαναν αυτό και έδωσαν τους νεκρούς ύστερα από ανακωχή, πολλοί από ους αντιπάλους δημοκρατικούς και ολιγαρχικούς συζητούσαν μεταξύ τους και πλησιάζοντας ο ένας τον άλλο.
Τότε ο Κλεόκριτος, ο κύρηκας των μυημένων στα Ελευσίνια μυστήρια, που είχε πού δυνατή φωνή επέβαλλε σιωπή σε όλους και είπε: ''Συμπολίτες, γιατί μας εξορίζετε; Γιατί θέλετε να μας σκοτώσετε; Εμείς ως τώρα ποτέ δεν σας κάναμε κανένα κακό, αλλά αντίθετα πήραμε μέρος μαζί με σας στις πιο σεβαστές ιεροτελεστίες και στις ωραιότερες θυσίες και γιορτές, υπήρξαμε συγχορευτές και συσπουδαστές και συστρατιώτες και διατρέξαμε μαζί με σας πολλούς κινδύνους και στην ξηρά και στην θάλασσα και για κοινή και των δυο μας σωτηρία και ελευθερία.
21.
Στ' όνομα των θεών που προστατεύουν την οικογένεια, στ' όνομα των συγγενικών δεσμών και του συμπεθεριού και της φιλίας, γιατί με όλα αυτά πολλοί συνδεόμαστε μεταξύ μας, ντραπείτε θεούς κι ανθρώπους και πάψτε να κάνετε κακό στην πατρίδα και μην ακούτε τους απαίσιους Τριάντα τυράννους, που για το προσωπικό τους κέρδος κοντεύουν να έχουν σκοτώσει μέσα σ' οχτώ μήνες πιο πολλούς Αθηναίους απ' όσους σκότωσαν όλοι οι Πελοποννήσιοι μαζί σε δέκα χρόνια πολέμου.
22.
Ενώ μπορούσαμε να ζούμε ειρηνικά, αυτοί μας έριξαν στον πιο απαίσιο, τον πιο ανυπόφορο, τον πιο ανόσιο για τους θεούς και ανθρώπους εμφύλιο πόλεμο. Αλλά να ξέρετε καλά ότι μερικούς από αυτούς που τώρα δα σκοτώσαμε, όχι μόνο εσείς αλλά κι εμείς το ίδιο πικρά τους κλαίμε». Αυτός, λοιπόν, αυτά έλεγε. Οι υπόλοιποι ηγέτες, καθώς άκουσαν προσθετικά κι αυτά, πήραν τους άνδρες τους και τους οδήγησαν πίσω στην πόλη.
23.
Την άλλη μέρα οι Τριάκοντα συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα των συνεδριάσεων, βαριά ταπεινωμένοι κι εγκαταλειμμένοι. Ανάμεσα στους Τρεις Χιλιάδες πάλι, στα διάφορα σημεία όπου είχαν τοποθετηθεί, εκδηλώθηκαν παντού διαφωνίες. Όσοι δηλαδή είχαν διαπράξει σοβαρότατα αδικήματα και γι αυτό φοβόνταν, υποστήριζαν με έμφαση ότι δεν έπρεπε να υποχωρήσουν στους επαναστάτες (από τον Πειραιά)· όσοι, πάλι, ήξεραν για τον εαυτό τους ότι δεν είχαν αδικήσει σε τίποτα, σκέφτονταν για λογαριασμό δικό τους κι εξηγούσαν και στους άλλους ότι δεν ήταν καιρός για τέτοιες συμφορές κι ότι δεν έπρεπε να υπακούουν τους Τριάντα, ούτε να τους αφήσουν να καταστρέψουν την πόλη. Τελικά, αποφάσισαν με ψηφοφορία εκείνους να τους καθαιρέσουν και να εκλέξουν άλλους άρχοντες. Και εξέλεξαν δέκα, έναν από κάθε φυλή
ΛΙΑΚΑΣ ΠΑΝΤΕΛΗΣ, φιλόλογος
ΒΙΒΛΙΟ Β ΚΕΦΑΛΑΙΟ I (16-32)
[16]Τοιούτων δὲ ὄντων Θηραμένης εἶπεν ἐν ἐκκλησίᾳ ὅτι εἰ βούλονται αὐτὸν πέμψαι παρὰ Λύσανδρον, εἰδὼς ἥξει Λακεδαιμονίους πότερον ἐξανδραποδίσασθαι τὴν πόλιν βουλόμενοι ἀντέχουσι περὶ τῶν τειχῶν ἢ πίστεως ἕνεκα. Πεμφθεὶς δὲ διέτριβε παρὰ Λυσάνδρῳ τρεῖς μῆνας καὶ πλείω, ἐπιτηρῶν ὁπότε Ἀθηναῖοι ἔμελλον διὰ τὸ ἐπιλελοιπέναι τὸν σῖτον ἅπαντα ὅ τι τις λέγοι ὁμολογήσειν.
[17] Ἐπεὶ δὲ ἧκε τετάρτῳ μηνί, ἀπήγγειλεν ἐν ἐκκλησίᾳ ὅτι αὐτὸν Λύσανδρος τέως μὲν κατέχοι, εἶτα κελεύοι εἰς Λακεδαίμονα ἰέναι· οὐ γὰρ εἶναι κύριος ὧν ἐρωτῷτο ὑπ’ αὐτοῦ, ἀλλὰ τοὺς ἐφόρους. Μετὰ ταῦτα ᾑρέθη πρεσβευτὴς εἰς Λακεδαίμονα αὐτοκράτωρ δέκατος αὐτός.
Μετάφραση
Ενώ τα πράγματα βρίσκονταν σ’ αυτό το
σημείο, ο Θηραμένης είπε στη Συνέλευση ότι θελήσουν να τον στείλουν στο
Λύσανδρο, θα επιστρέψει γνωρίζοντας, αν οι Λακεδαιμόνιοι επιμένουν στο ζήτημα
της κατεδάφισης των τειχών, επειδή θέλουν να υποδουλώσουν την πόλη ή για να
έχουν κάποια εγγύηση καλής πίστης. Όταν όμως τον έστειλαν, έμεινε κοντά στο
Λύσανδρο καθυστερώντας για περισσότερο από τρεις μήνες, περιμένοντας πότε οι
Αθηναίοι, εξαιτίας της παντελούς έλλειψης τροφίμων, θα αποδέχονταν
οποιουσδήποτε όρους τους πρότεινε κάποιος.
Αφού, λοιπόν, επέστρεψε τέσσερις
μήνες μετά, ανέφερε στη Συνέλευση ότι τάχα τον κρατούσε αρχικά ο Λύσανδρος, και
στη συνέχεια τον διέταξε να πάει στη Λακεδαίμονα, γιατί δεν ήταν ο ίδιος
αρμόδιος να δώσει απαντήσεις στα ζητήματα για τα οποία τον ρωτούσε, αλλά οι
έφοροι. Μετά από αυτά εκλέχτηκε για να σταλεί μαζί με άλλους εννέα ως
πρεσβευτής στη Λακεδαίμονα με απόλυτη πληρεξουσιότητα.
----------------------------------------------------------------------------------
[18]Λύσανδρος δὲ τοῖς ἐφόροις ἔπεμψεν ἀγγελοῦντα μετ’ ἄλλων Λακεδαιμονίων Ἀριστοτέλην, φυγάδα Ἀθηναῖον ὄντα, ὅτι ἀποκρίναιτο Θηραμένει ἐκείνους κυρίους εἶναι εἰρήνης καὶ πολέμου.
[19] Θηραμένης δὲ καὶ οἱ ἄλλοι πρέσβεις ἐπεὶ ἦσαν ἐν Σελλασίᾳ, ἐρωτώμενοι δὲ ἐπὶ τίνι λόγῳ ἥκοιεν εἶπον ὅτι αὐτοκράτορες περὶ εἰρήνης, μετὰ ταῦτα οἱ ἔφοροι καλεῖν ἐκέλευον αὐτούς. Ἐπεὶ δ’ ἧκον, ἐκκλησίαν ἐποίησαν, ἐν ᾗ ἀντέλεγον Κορίνθιοι καὶ Θηβαῖοι μάλιστα, πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι τῶν Ἑλλήνων, μὴ σπένδεσθαι Ἀθηναίοις, ἀλλ’ ἐξαιρεῖν.
Μετάφραση
Ο Λύσανδρος έστειλε στους εφόρους,
μαζί με άλλους Λακεδαιμονίους, τον Αριστοτέλη, ο οποίος ήταν Αθηναίος
εξόριστος, για να τους ενημερώσει ότι απάντησε στο Θηραμένη πως αυτοί είχαν τη
δικαιοδοσία να αποφασίζουν για πόλεμο και ειρήνη.
Όταν, λοιπόν, ο Θηραμένης και
οι άλλοι πρέσβεις έφτασαν στη Σελλασία και τους ρώτησαν για ποιο λόγο είχαν
έρθει, αυτοί απάντησαν ότι είχαν έρθει με απόλυτη πληρεξουσιότητα να
διαπραγματευτούν την ειρήνη. Τότε οι έφοροι διέταξαν να τους καλέσουν στη
Σπάρτη. Όταν έφτασαν εκεί συγκάλεσαν συνέλευση, στην οποία και άλλοι πολλοί από
τους Έλληνες, προπάντων όμως οι Κορίνθιοι και οι Θηβαίοι αντιπρότειναν να μην
συνθηκολογήσουν με τους Αθηναίους, αλλά να τους αφανίσουν.
-----------------------------------------------------------------------------------
[20]Λακεδαιμόνιοι δὲ οὐκ ἔφασαν πόλιν Ἑλληνίδα ἀνδραποδιεῖν μέγα ἀγαθὸν εἰργασμένην ἐν τοῖς μεγίστοις κινδύνοις γενομένοις τῇ Ἑλλάδι, ἀλλ’ ἐποιοῦντο εἰρήνην ἐφ’ ᾧ τά τε μακρὰ τείχη καὶ τὸν Πειραιᾶ καθελόντας καὶ τὰς ναῦς πλὴν δώδεκα παραδόντας καὶ τοὺς φυγάδας καθέντας τὸν αὐτὸν ἐχθρὸν καὶ φίλον νομίζοντας Λακεδαιμονίοις ἕπεσθαι καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν ὅποι ἂν ἡγῶνται.
[21] Θηραμένης δὲ καὶ οἱ σὺν αὐτῷ πρέσβεις ἐπανέφερον ταῦτα εἰς τὰς Ἀθήνας.
Μετάφραση
Οι Λακεδαιμόνιοι, όμως, αρνήθηκαν να
υποδουλώσουν πόλη ελληνική, η οποία είχε προσφέρει πολύ μεγάλες υπηρεσίες στην
Ελλάδα, όταν διέτρεχε τον έσχατο κίνδυνο. αλλά ήταν διατεθειμένοι να συνάψουν
ειρήνη υπό τον όρο οι Αθηναίοι, αφού γκρεμίσουν τα Μακρά τείχη και τα τείχη του
Πειραιά και παραδώσουν όλα τα πλοία τους, εκτός από δώδεκα και φέρουν πίσω τους
εξόριστους, έχοντας τους ίδιους εχθρούς και φίλους με τους Λακεδαιμονίους να
ακολουθούν αυτούς και στη στεριά και στη θάλασσα, όπου τους οδηγούν αυτοί.
Ο
Θηραμένης και οι πρέσβεις που ήταν μαζί του επέστρεψαν με αυτούς τους όρους
στην Αθήνα.
--------------------------------------------------------------------------------
[22] Εἰσιόντας δ’ αὐτοὺς ὄχλος περιεχεῖτο πολύς, φοβούμενοι μὴ ἄπρακτοι ἥκοιεν· οὐ γὰρ ἔτι ἐνεχώρει μέλλειν διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἀπολλυμένων τῷ λιμῷ. Τῇ δὲ ὑστεραίᾳ ἀπήγγελλον οἱ πρέσβεις ἐφ’ οἷς οἱ Λακεδαιμόνιοι ποιοῖντο τὴν εἰρήνην· προηγόρει δὲ αὐτῶν Θηραμένης, λέγων ὡς χρὴ πείθεσθαι Λακεδαιμονίοις καὶ τὰ τείχη περιαιρεῖν. Ἀντειπόντων δέ τινων αὐτῷ, πολὺ δὲ πλειόνων συνεπαινεσάντων, ἔδοξε δέχεσθαι τὴν εἰρήνην.
[23] Μετὰ δὲ ταῦτα Λύσανδρός τε κατέπλει εἰς τὸν Πειραιᾶ καὶ οἱ φυγάδες κατῇσαν καὶ τὰ τείχη κατέσκαπτον ὑπ’ αὐλητρίδων πολλῇ προθυμίᾳ, νομίζοντες ἐκείνην τὴν ἡμέραν τῇ Ἑλλάδι ἄρχειν τῆς ἐλευθερίας.
Μετάφραση
Καθώς έμπαιναν στην πόλη τους
περικύκλωσε πλήθος κόσμου, επειδή φοβόταν μήπως είχαν επιστρέψει άπρακτοι·
γιατί δεν χωρούσε πια άλλη αναβολή, καθώς ήταν πολλοί αυτοί που πέθαιναν από
την πείνα. Την επόμενη μέρα οι πρέσβεις ανακοίνωσαν με ποιους όρους οι Λακεδαιμόνιοι
θα έκαναν την ειρήνη· και εξ ονόματός τους μίλησε ο Θηραμένης που υποστήριξε
ότι πρέπει να αποδεχτούν τους όρους των Λακεδαιμονίων και να γκρεμίσουν τα
τείχη. Μερικοί διαφώνησαν μαζί του, οι περισσότεροι όμως επιδοκίμασαν τις
προτάσεις του και αποφασίστηκε να δεχτούν την ειρήνη.
Μετά από αυτά ο Λύσανδρος
κατέπλευσε στον Πειραιά και οι εξόριστοι επέστρεψαν στην Αθήνα και
πανηγυρίζοντας υπό τον ήχο των αυλών, άρχισαν με μεγάλη προθυμία να γκρεμίζουν
τα τείχη, γιατί θεωρούσαν ότι εκείνη η μέρα ήταν η πρώτη της ελευθερίας στην
Ελλάδα.
[24] Λύσανδρος δὲ τὰς ταχίστας τῶν νεῶν ἐκέλευσεν ἕπεσθαι τοῖς Ἀθηναίοις, ἐπειδὰν δὲ ἐκβῶσι, κατιδόντας ὅ τι ποιοῦσιν ἀποπλεῖν καὶ αὐτῷ ἐξαγγεῖλαι. Καὶ οὐ πρότερον ἐξεβίβασεν ἐκ τῶν νεῶν πρὶν αὗται ἧκον. Ταῦτα δ’ ἐποίει τέτταρας ἡμέρας· καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἐπανήγοντο.
Μετάφραση
Ο Λύσανδρος εν τω μεταξύ έδωσε
διαταγή στα πιο γρήγορα από τα πλοία του να παρακολουθήσουν τους Αθηναίους και
αφού παρατηρήσουν τι κάνουν, όταν αποβιβαστούν, να φύγουν και να του δώσουν
αναφορά. Και δεν αποβίβασε τους στρατιώτες του προτού γυρίσουν αυτά. Και το
ίδιο επαναλάμβανε για τέσσερις μέρες, ενώ οι Αθηναίοι εξακολουθούσαν να
ανοίγονται εναντίον του.
[25] Ἀλκιβιάδης δὲ κατιδὼν ἐκ τῶν τειχῶν τοὺς μὲν Ἀθηναίους ἐν αἰγιαλῷ ὁρμοῦντας καὶ πρὸς οὐδεμιᾷ πόλει, τὰ δ’ ἐπιτήδεια ἐκ Σηστοῦ μετιόντας πεντεκαίδεκα σταδίους ἀπὸ τῶν νεῶν, τοὺς δὲ πολεμίους ἐν λιμένι καὶ πρὸς πόλει ἔχοντας πάντα, οὐκ ἐν καλῷ ἔφη αὐτοὺς ὁρμεῖν, ἀλλὰ μεθορμίσαι εἰς Σηστὸν παρῄνει πρός τε λιμένα καὶ πρὸς πόλιν· οὗ ὄντες ναυμαχήσετε, ἔφη, ὅταν βούλησθε.
[26] Οἱ δὲ στρατηγοί, μάλιστα δὲ Τυδεὺς καὶ Μένανδρος, ἀπιέναι αὐτὸν ἐκέλευσαν· αὐτοὶ γὰρ νῦν στρατηγεῖν, οὐκ ἐκεῖνον. Καὶ ὁ μὲν ᾤχετο.
Μετάφραση
Ο Αλκιβιάδης παρατηρώντας ψηλά από τα
τείχη του ότι οι Αθηναίοι ήταν αγκυροβολημένοι σε ακτή χωρίς λιμάνι και μακριά
από κάποια πόλη και ότι προμηθεύονταν τα τρόφιμά τους από τη Σηστό που απείχε
δεκαπέντε στάδια από τα πλοία, ενώ οι αντίπαλοί τους ήταν μέσα σε λιμάνι και
κοντά σε πόλη και έτσι είχαν ό,τι χρειάζονταν, τους είπε ότι δεν είναι
αραγμένοι σε καλό μέρος και τους συμβούλευε να μετασταθμεύσουν στη Σηστό όπου
θα ήταν μέσα σε λιμάνι και κοντά σε πόλη∙ εκεί σταθμεύοντας, είπε, θα
ναυμαχήσετε, όταν εσείς επιλέξετε.
Οι στρατηγοί όμως, και κυρίως ο Τυδέας και ο
Μένανδρος, τον διέταξαν να φύγει∙ γιατί τώρα αυτοί είναι στρατηγοί και όχι
εκείνος. Και ο Αλκιβιάδης αποχώρησε αμέσως.
[31] Μετὰ δὲ ταῦτα Λύσανδρος ἁθροίσας τοὺς συμμάχους ἐκέλευσε βουλεύεσθαι περὶ τῶν αἰχμαλώτων. Ἐνταῦθα δὴ κατηγορίαι ἐγίγνοντο πολλαὶ τῶν Ἀθηναίων, ἅ τε ἤδη παρενενομήκεσαν καὶ ἃ ἐψηφισμένοι ἦσαν ποιεῖν, εἰ κρατήσειαν τῇ ναυμαχίᾳ, τὴν δεξιὰν χεῖρα ἀποκόπτειν τῶν ζωγρηθέντων πάντων, καὶ ὅτι λαβόντες δύο τριήρεις, Κορινθίαν καὶ Ἀνδρίαν, τοὺς ἄνδρας ἐξ αὐτῶν πάντας κατακρημνίσειαν. Φιλοκλῆς δ’ ἦν στρατηγὸς τῶν Ἀθηναίων, ὃς τούτους διέφθειρεν.
[32] Ἐλέγετο δὲ καὶ ἄλλα πολλά, καὶ ἔδοξεν ἀποκτεῖναι τῶν αἰχμαλώτων ὅσοι ἦσαν Ἀθηναῖοι πλὴν Ἀδειμάντου, ὅτι μόνος ἐπελάβετο ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ περὶ τῆς ἀποτομῆς τῶν χειρῶν ψηφίσματος· ᾐτιάθη μέντοι ὑπό τινων προδοῦναι τὰς ναῦς. Λύσανδρος δὲ Φιλοκλέα πρῶτον ἐρωτήσας, ὃς τοὺς Ἀνδρίους καὶ Κορινθίους κατεκρήμνισε, τί εἴη ἄξιος παθεῖν ἀρξάμενος εἰς Ἕλληνας παρανομεῖν, ἀπέσφαξεν.
Μετάφραση
Μετά από αυτές τις ενέργειες
συγκάλεσε συνέλευση των συμμάχων και τους έθεσε ως θέμα να αποφασίσουν για την
τύχη των αιχμαλώτων. Στη συγκέντρωση ακούστηκαν πολλές κατηγορίες εναντίον των
Αθηναίων και για όσες παραβιάσεις του πολεμικού δικαίου είχαν ήδη διαπράξει και
για όσα είχαν με ψηφοφορία αποφασίσει να κάνουν, αν νικήσουν στη ναυμαχία, να
κόψουν δηλαδή το δεξί χέρι όλων όσοι αιχμαλωτίζονταν, και επειδή, όταν
κατέλαβαν δύο τριήρεις, μια Κορινθιακή και μια Ανδριώτικη, πέταξαν όλο το
πλήρωμά τους στη θάλασσα. Και ήταν ο Φιλοκλής ο στρατηγός των Αθηναίων που
διέταξε την εκτέλεσή τους.
Διατυπώθηκαν κι άλλες πολλές κατηγορίες
εναντίον τους και τέλος αποφασίστηκε να σκοτώσουν από τους αιχμαλώτους όσους
ήταν Αθηναίοι εκτός από τον Αδείμαντο, γιατί ήταν ο μόνος στη συνέλευση που
εναντιώθηκε στο ψήφισμα για το κόψιμο των χεριών των αιχμαλώτων∙ όμως
κατηγορήθηκε από κάποιους αργότερα ότι πρόδωσε τον στόλο. Και ο Λύσανδρος αφού
πρώτα ρώτησε τον Φιλοκλή, (ο οποίος έριξε στη θάλασσα τους Ανδρίους και τους
Κορινθίους) τι αξίζει να πάθει αφού ήταν αυτός που ξεκίνησε τα εγκλήματα
πολέμου εις βάρος των Ελλήνων, τον κατέσφαξε.
ΒΙΒΛΙΟ Β ΚΕΦΑΛΑΙΟ IΙ (1-4 ΚΑΙ 16-23)
[1] Ἐπεὶ δὲ τὰ ἐν τῇ Λαμψάκῳ κατεστήσατο, ἔπλει ἐπὶ τὸ Βυζάντιον καὶ Καλχηδόνα. Oἱ δ’ αὐτὸν ὑπεδέχοντο, τοὺς τῶν Ἀθηναίων φρουροὺς ὑποσπόνδους ἀφέντες· οἱ δὲ προδόντες Ἀλκιβιάδῃ τὸ Βυζάντιον τότε μὲν ἔφυγον εἰς τὸν Πόντον, ὕστερον δ’ εἰς Ἀθήνας καὶ ἐγένοντο Ἀθηναῖοι.
Μετάφραση
Αφού ο Λύσανδρος ρύθμισε την
κατάσταση στη Λάμψακο (τοποθετώντας δικούς του ανθρώπους), έπλευσε εναντίον του
Βυζαντίου και της Χαλκηδόνας. Οι κάτοικοι τον δέχονταν, αφού διασφάλισαν την έξοδο
των Αθηναίων φρουρών με επίσημη συμφωνία. Εκείνοι, επίσης, που είχαν προδώσει
το Βυζάντιο στον Αλκιβιάδη αρχικά κατέφυγαν στον Πόντο και στη συνέχεια στην
Αθήνα, όπου έγιναν Αθηναίοι πολίτες.
[2] Λύσανδρος δὲ τούς τε φρουροὺς τῶν Ἀθηναίων καὶ εἴ τινά που ἄλλον ἴδοι Ἀθηναῖον, ἀπέπεμπεν εἰς τὰς Ἀθήνας, διδοὺς ἐκεῖσε μόνον πλέουσιν ἀσφάλειαν, ἄλλοθι δ’ οὔ, εἰδὼς ὅτι ὅσῳ ἂν πλείους συλλεγῶσιν εἰς τὸ ἄστυ καὶ τὸν Πειραιᾶ, θᾶττον τῶν ἐπιτηδείων ἔνδειαν ἔσεσθαι. Καταλιπὼν δὲ Βυζαντίου καὶ Καλχηδόνος Σθενέλαον ἁρμοστὴν Λάκωνα, αὐτὸς ἀποπλεύσας εἰς Λάμψακον τὰς ναῦς ἐπεσκεύαζεν.
Μετάφραση
Ο Λύσανδρος και τους Αθηναίους
φρουρούς και όποιον άλλον Αθηναίο πολίτη έβλεπε οπουδήποτε, τους έστελνε στην
Αθήνα, παρέχοντας ασφάλεια μόνο σε όσους έφευγαν με πλοία για εκεί, όχι όμως
για άλλο μέρος, επειδή ήξερε καλά ότι όσοι περισσότεροι μαζευτούν στην πόλη και
στον Πειραιά, τόσο γρηγορότερα θα παρουσιαστεί εκεί έλλειψη τροφίμων. Κι αφού
άφησε τον Σπαρτιάτη Σθενέλαο ως αρμοστή του Βυζαντίου και της Χαλκηδόνας, ο
ίδιος κατευθύνθηκε στη Λάμψακο με τον στόλο και επισκεύαζε τα πλοία.
[3] Ἐν δὲ ταῖς Ἀθήναις τῆς Παράλου ἀφικομένης νυκτὸς ἐλέγετο ἡ συμφορά, καὶ οἰμωγὴ ἐκ τοῦ Πειραιῶς διὰ τῶν μακρῶν τειχῶν εἰς ἄστυ διῆκεν, ὁ ἕτερος τῷ ἑτέρῳ παραγγέλλων· ὥστ’ ἐκείνης τῆς νυκτὸς οὐδεὶς ἐκοιμήθη, οὐ μόνον τοὺς ἀπολωλότας πενθοῦντες, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον ἔτι αὐτοὶ ἑαυτούς, πείσεσθαι νομίζοντες οἷα ἐποίησαν Μηλίους τε Λακεδαιμονίων ἀποίκους ὄντας, κρατήσαντες πολιορκίᾳ, καὶ Ἱστιαιέας καὶ Σκιωναίους καὶ Τορωναίους καὶ Αἰγινήτας καὶ ἄλλους πολλοὺς τῶν Ἑλλήνων.
Μετάφραση
Στην Αθήνα η Πάραλος έφτασε νύχτα και
μαθεύτηκε η συμφορά· και σηκώθηκε θρήνος που από τον Πειραιά μέσα από τα μακρά
τείχη έφτασε στην πόλη, καθώς ο ένας έλεγε στον άλλον τις κακές ειδήσεις, και
κανένας εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε, καθώς θρηνούσαν όχι μόνο αυτούς που
χάθηκαν αλλά ακόμη πιο πολύ τον ίδιο τους τον εαυτό, γιατί περίμεναν ότι θα
πάθουν ό,τι έκαναν στους Μηλίους, που ήταν άποικοι των Λακεδαιμονίων, και στους
Σκιωναίους και τους Τορωναίους και τους Αιγινήτες και πολλούς άλλους Έλληνες.
[4] Τῇ δ’ ὑστεραίᾳ ἐκκλησίαν ἐποίησαν, ἐν ᾗ ἔδοξε τούς τε λιμένας ἀποχῶσαι πλὴν ἑνὸς καὶ τὰ τείχη εὐτρεπίζειν καὶ φυλακὰς ἐφιστάναι καὶ τἆλλα πάντα ὡς εἰς πολιορκίαν παρασκευάζειν τὴν πόλιν.
Μετάφραση
Την επόμενη όμως ημέρα συγκάλεσαν
συνέλευση του δήμου, στην οποία αποφασίσθηκε να φράξουν με χώμα τα λιμάνια, να
επιδιορθώσουν τα τείχη, να τοποθετήσουν φρουρές και να πάρουν γενικά όλα τα
μέτρα για να προετοιμάσουν την πόλη για πολιορκία.
16-17 Ενώ έτσι είχαν τα πράγματα, ο Θηραμένης είπε στην εκκλησία του δήμου ότι, αν θέλουν να στείλουν αυτόν τον ίδιο τον Λύσανδρο, θα επιστρέψει γνωρίζοντας αν οι Σπαρτιάτες επιμένουν για την κατεδάφιση των τειχών, επειδή θέλουν να υποδουλώσουν την πόλη, ή για να έχουν εγγύηση. Όταν λοιπόν τον έστειλαν έμενε κοντά στον Λύσανδρο τρεις μήνες και καιροφυλακτώντας πότε οι Αθηναίοι επρόκειτο εξαιτίας της παντελούς έλλειψης των τροφίμων να συμφωνήσουν σε ό,τι κάποιος θα τους πρότεινε.
Όταν γύρισε τον τέταρτο μήνα, ανακοίνωσε στην εκκλησία του δήμου ότι τάχα ο Λύσανδρος τον κρατούσε αιχμάλωτο έως τότε και έπειτα τον διέταζε να μεταβεί στην Σπάρτη, γιατί του έλεγε ότι δεν είναι αρμόδιος αυτός για όσα τον ρωτούσε αλλά οι έφοροι. Ύστερα από αυτά ο Θηραμένης εκλέχτηκε μαζί με άλλους εννιά, ως πρεσβευτής με απόλυτη εξουσιοδότηση για την Σπάρτη.
18-19
Στο μεταξύ ο Λύσανδρος έστειλε στους εφόρους μαζί με άλλους Σπαρτιάτες τον Αριστοτέλη, που ήταν εξόριστος Αθηναίος, για να τους αναγγείλει ότι αποκρίθηκε στον Θηραμένη πως εκείνοι ήταν αρμόδιοι για ειρήνη και πόλεμο. Ο Θηραμένης και οι άλλοι πρέσβεις, όταν βρίσκονταν στη Σελλασία, καθώς τους ρωτούσαν για ποιο λόγο είχαν έρθει, απάντησαν ότι είχαν έρθει με απόλυτη εξουσιοδότηση για την ειρήνη, ύστερα από αυτά οι έφοροι πρόσταξαν να τους φωνάξουν. Όταν οι Αθηναίοι πρέσβεις έφτασαν στη Σπάρτη, οι έφοροι συγκάλεσαν συνέλευση των συμμάχων τους, στην οποία οι Κορίνθιοι και κυρίως οι Θηβαίοι αλλά και πολλοί άλλοι Έλληνες αντιπρότειναν να μην συνθηκολογήσουν με τους Αθηναίους αλλά να τους αφανίσουν.
20-21
Οι Σπαρτιάτες όμως είπαν ότι δεν θα υποδουλώσουν μια πόλη ελληνική που είχε προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στους πολύ μεγάλους κινδύνους που απείλησαν την Ελλάδα, γι' αυτό δέχτηκαν να κάνουν ειρήνη με τον όρο οι Αθηναίοι, αφού γκρεμίσουν τα μακρά τείχη και τα τείχη του Πειραιά, παραδώσουν τα πλοία εκτός από δώδεκα και επαναφέρουν τους εξόριστους, να ακολουθούν τους Σπαρτιάτες και στη ξηρά και στη θάλασσα, όπου τους οδηγούν αυτοί, έχοντας τον ίδιο με αυτούς εχθρό και φίλο. Ο Θηραμένης και οι συμπρέσβεις του μετέφεραν αυτούς τους όρους στην Αθήνα.
Όταν έμπαιναν στην πόλη, τους περικύκλωσε πολύς λαός, γιατί φοβούνταν μήπως γύρισαν άπρακτοι, γιατί δεν χωρούσε πια άλλη αναβολή, επειδή πολλοί πέθαιναν από την πείνα.
22-23
Την επόμενη μέρα οι πρέσβεις ανακοίνωσαν με ποιους όρους οι Σπαρτιάτες δέχονταν να συνάψουν την ειρήνη, ο Θηραμένης μιλώντας εξ ονόματος των πρέσβεων έλεγε ότι πρέπει να υπακούσουν στους Σπαρτιάτες και να γκρεμίσουν τα τείχη. Επειδή λίγοι του έφεραν αντίρρηση, αλλά πολλοί περισσότεροι συμφώνησαν μαζί του, αποφάσισαν να δεχτούν την ειρήνη. Ύστερα από αυτά και ο Λύσανδρος κατέπλευσε στον Πειραιά και οι εξόριστοι επέστρεφαν στην πατρίδα τους και άρχισαν να γκρεμίζουν τα τείχη πολύ πρόθυμα, ενώ οι αυλητρίδες έπαιζαν τον αυλό τους και τραγουδούσαν, επειδή νόμιζαν ότι εκείνη η μέρα ήταν για την Ελλάδα η αρχή της ελευθερίας.
ΒΙΒΛΙΟ Β ΚΕΦΑΛΑΙΟ IΙI (50-56)
50-51
Μόλις είπε αυτά και τελείωσε την αγόρευσή του, η βουλή τον επιδοκίμασε φανερά και τότε ο Κριτίας, επειδή κατάλαβε ότι, αν επιτρέψει στη βουλή να αποφασίσει γι' αυτόν με ψηφοφορία, θα γλιτώσει και επειδή θεώρησε αυτό ανυπόφορο, πλησίασε τους τριάκοντα, μίλησε λίγο μαζί τους, βγήκε από τη βουλή και διέταξε αυτούς που είχαν τα εγχειρίδια να σταθούν φανερά στα κιγκλιδώματα της βουλής.
Και αφού ξαναμπήκε είπε ''Εγώ, κύριοι βουλευτές, νομίζω ότι είναι καθήκον κάθε άξιου πολιτικού ηγέτη, όταν βλέπει τους φίλους του να εξαπατώνται, να μην το επιτρέπει. Και εγώ λοιπόν αυτό θα κάνω. Γιατί και αυτοί εδώ λοιπόν που έχουν σταθεί μπροστά λένε ότι δεν θα μας επιτρέψουν, αν αθωώσουμε έναν άντρα που ολοφάνερα βλάπτει την ολιγαρχία. Αναγράφεται βέβαια στους νέους νόμους κανένας απ ' όσους ανήκουν στους τρισχιλίους να μην θανατώνεται χωρίς την δική σας ψήφο, να έχουν όμως οι τριάκοντα το δικαίωμα να θανατώνουν αυτούς που είναι έξω από τον κατάλογο. Εγώ λοιπόν, είπε, εξαλείφω αυτόν εδώ τον Θηραμένη από τον κατάλογο με τη σύμφωνη γνώμη όλων μας. Και αυτόν, είπε, εμείς τον καταδικάζουμε σε θάνατο.
52-53
Όταν άκουσε ο Θηραμένης αυτά, αναπήδησε στον βωμό της βουλής και είπε: Εγώ άντρες, σας υποβάλλω την πιο νόμιμη παράκληση απ' όλες, να μην έχει δηλαδή ο Κριτίας το δικαίωμα να διαγράφει από τον κατάλογο ούτε εμένα, ούτε όποιον από εσάς θέλει, αλλά σύμφωνα με τον νόμο, τον οποίο αυτοί ακριβώς συνέταξαν γι' αυτούς που περιλαμβάνονται στον κατάλογο,σύμφωνα με αυτόν, και εσείς και εγώ να δικαζόμαστε.
Και δεν αγνοώ βέβαια αυτό, μα τους θεούς, είπε, ότι δηλαδή καθόλου δεν θα με βοηθήσει αυτός εδώ ο βωμός, αλλά θέλω να σας αποδείξω και το εξής, ότι δηλαδή αυτοί εδώ είναι πολύ άδικοι απέναντι στους ανθρώπους, αλλά και πολύ ασεβείς απέναντι στους θεούς. Απορώ όμως με σας, άντρες καλοί και έντιμοι, είπε, που δεν θα βοηθήσετε τον ίδιο τον εαυτό σας, και μάλιστα ενώ γνωρίζετε ότι το δικό μου όνομα δεν διαγράφεται καθόλου πιο εύκολα από τον δικό μου κατάλογο απ' ότι το όνομα του καθενός από σας.
54-55
Ύστερα από αυτό ο κήρυκας των τριάκοντα κάλεσε τους έντεκα να συλλάβουν τον Θηραμένη και όταν εκείνοι μπήκαν μέσα μαζί με τους βοηθούς τους, έχοντας επικεφαλής το Σάτυρο, τον θρασύτατο και αναιδέστατο, είπε ο Κριτίας: ''Σας παραδίδουμε αυτόν εδώ τον Θηραμένη που έχει καταδικαστεί σύμφωνα με το νόμο. Και εσείς οι έντεκα, αφού τον συλλάβετε και τον οδηγήσετε εκει που πρέπει, να εκτελέσετε τα περαιτέρω''.
Μόλις είπε αυτά ο Κριτίας, ο Σάτυρος προσπαθούσε να αποσπάσει τον Θηραμένη από τον βωμό, το ίδιο έκαναν και οι βοηθοί του. Τότε ο Θηραμένης, όπως βέβαια ήταν φυσικό, επικαλούνταν και θεούς και ανθρώπους να δουν καλά αυτά τα οποία γίνονταν. Αλλά οι βουλευτές αδρανούσαν, γιατί έβλεπαν ότι και αυτοί που ήταν κοντά στα κιγκλιδώματα ήταν όμοιοι με τον Σάτυρο και ότι ο χώρος μπροστά στο βουλευτήριο ήταν γεμάτος από τους φρουρούς και γιατί γνώριζαν, ότι αυτοί παρευρίσκονταν οπλισμένοι με εγχειρίδια.
56
Και αυτοί οι έντεκα έσυραν τον άντρα περνώντας τον μέσα απ΄την αγορά, ενώ αυτός φώναζε με πολύ μεγάλη φωνή τι πάθαινε. Λένε και αυτή τη φράση αυτού. Μόλις του είπε ο Σάτυρος ότι θα θρηνήσει, αν δεν σωπάσει, τον ρώτησε: ''Αν σιωπώ,είπε, άραγε δεν θα θρηνήσω;'' Και όταν έπινε το κώνειο, καθώς αναγκαζόταν να πεθάνει, λένε ότι αυτός, αφού έριξε κάτω σταγόνα-σταγόνα ότι απέμεινε στο ποτήρι, όπως στο παιχνίδι με τον ''κότταβο'', είπε: ''αυτό στην υγειά του όμορφου Κριτία''. Και δεν αγνοώ βέβαια αυτό, ότι δηλαδή αυτά δεν είναι αποφθέγματα αξιόλογα, όμως κρίνω αξιοθαύμαστο αυτό το στοιχείο του άντρα, το ότι δηλαδή ακόμα και την ώρα που πλησίαζε ο θάνατος δεν έλειψε από την ψυχή του ούτε η αυτοκυριαρχία, ούτε το χιούμορ του.
ΒΙΒΛΙΟ Β ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV (18-23)
18-20
Αφού ο Θρασύβουλος είπε αυτά, γύρισε πάλι προς το μέρος των εχθρών και περίμενε. Γιατί και ο μάντης τους συμβούλευε να μην επιτεθούν, προτού κάποιος από τους δικούς τους ή σκοτωθεί τραυματιστεί. ''Όταν όμως αυτό γίνει, θα προχωρήσω μπροστά εγώ, είπε, και εσείς που θα με ακολουθείτε θα νικήσετε, ενώ εγώ θα σκοτωθώ, όπως βέβαια το προαισθάνομαι.
Και δεν βγήκε ψεύτης. Αντίθετα, μόλις πήραν στα χέρια τους τα όπλα, ο ίδιος, σαν να οδηγούνταν από κάποια θεική βούληση, πήδησε ορμητικά πρώτος έξω από την παράταξη, έπεσε πάνω στους εχθρούς και σκοτώθηκε- και έχει ταφεί στην διάβαση του Κηφισού. Οι άλλοι όμως βγήκαν νικητές και καταδίωξαν τον εχθρό ως την πεδιάδα. Εκεί σκοτώθηκαν ο Κριτίας και ο Ιππόμαχος μεταξύ των τριάκοντα, ο Χαρμίδης, ο γιός του Γλαύκωνα, μεταξύ των δέκα αρχόντων του Πειραιά, και άλλοι εβδομήντα περίπου. Και τα όπλα του οι δημοκρατικοί τα πήραν, από κανέναν όμως πολίτη δεν αφαίρεσαν τους χιτώνες. Αφού έκαναν αυτό και έδωσαν τους νεκρούς ύστερα από ανακωχή, πολλοί από ους αντιπάλους δημοκρατικούς και ολιγαρχικούς συζητούσαν μεταξύ τους και πλησιάζοντας ο ένας τον άλλο.
Τότε ο Κλεόκριτος, ο κύρηκας των μυημένων στα Ελευσίνια μυστήρια, που είχε πού δυνατή φωνή επέβαλλε σιωπή σε όλους και είπε: ''Συμπολίτες, γιατί μας εξορίζετε; Γιατί θέλετε να μας σκοτώσετε; Εμείς ως τώρα ποτέ δεν σας κάναμε κανένα κακό, αλλά αντίθετα πήραμε μέρος μαζί με σας στις πιο σεβαστές ιεροτελεστίες και στις ωραιότερες θυσίες και γιορτές, υπήρξαμε συγχορευτές και συσπουδαστές και συστρατιώτες και διατρέξαμε μαζί με σας πολλούς κινδύνους και στην ξηρά και στην θάλασσα και για κοινή και των δυο μας σωτηρία και ελευθερία.
21.
Στ' όνομα των θεών που προστατεύουν την οικογένεια, στ' όνομα των συγγενικών δεσμών και του συμπεθεριού και της φιλίας, γιατί με όλα αυτά πολλοί συνδεόμαστε μεταξύ μας, ντραπείτε θεούς κι ανθρώπους και πάψτε να κάνετε κακό στην πατρίδα και μην ακούτε τους απαίσιους Τριάντα τυράννους, που για το προσωπικό τους κέρδος κοντεύουν να έχουν σκοτώσει μέσα σ' οχτώ μήνες πιο πολλούς Αθηναίους απ' όσους σκότωσαν όλοι οι Πελοποννήσιοι μαζί σε δέκα χρόνια πολέμου.
22.
Ενώ μπορούσαμε να ζούμε ειρηνικά, αυτοί μας έριξαν στον πιο απαίσιο, τον πιο ανυπόφορο, τον πιο ανόσιο για τους θεούς και ανθρώπους εμφύλιο πόλεμο. Αλλά να ξέρετε καλά ότι μερικούς από αυτούς που τώρα δα σκοτώσαμε, όχι μόνο εσείς αλλά κι εμείς το ίδιο πικρά τους κλαίμε». Αυτός, λοιπόν, αυτά έλεγε. Οι υπόλοιποι ηγέτες, καθώς άκουσαν προσθετικά κι αυτά, πήραν τους άνδρες τους και τους οδήγησαν πίσω στην πόλη.
23.
Την άλλη μέρα οι Τριάκοντα συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα των συνεδριάσεων, βαριά ταπεινωμένοι κι εγκαταλειμμένοι. Ανάμεσα στους Τρεις Χιλιάδες πάλι, στα διάφορα σημεία όπου είχαν τοποθετηθεί, εκδηλώθηκαν παντού διαφωνίες. Όσοι δηλαδή είχαν διαπράξει σοβαρότατα αδικήματα και γι αυτό φοβόνταν, υποστήριζαν με έμφαση ότι δεν έπρεπε να υποχωρήσουν στους επαναστάτες (από τον Πειραιά)· όσοι, πάλι, ήξεραν για τον εαυτό τους ότι δεν είχαν αδικήσει σε τίποτα, σκέφτονταν για λογαριασμό δικό τους κι εξηγούσαν και στους άλλους ότι δεν ήταν καιρός για τέτοιες συμφορές κι ότι δεν έπρεπε να υπακούουν τους Τριάντα, ούτε να τους αφήσουν να καταστρέψουν την πόλη. Τελικά, αποφάσισαν με ψηφοφορία εκείνους να τους καθαιρέσουν και να εκλέξουν άλλους άρχοντες. Και εξέλεξαν δέκα, έναν από κάθε φυλή
ΛΙΑΚΑΣ ΠΑΝΤΕΛΗΣ, φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου