Κάποιοι αγενείς αναγνώστες με έχουν ρωτήσει κατά καιρούς αν έπαιρνα ναρκωτικά όταν έγραφα κάποια απ’ τα βιβλία μου. Αυτό δείχνει πόσα λίγα ξέρουν και από λογοτεχνία και από ναρκωτικά.
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες γεννήθηκε το 1928 στην Αρακατάκα, ένα παραλιακό χωριό της Κολομβίας, όπου μεγάλωσε κοντά στους παππούδες του από τη μεριά της μητέρας του. Το 1947 άρχισε στο Πανεπιστήμιο της Μπογκοτά τις σπουδές του στα νομικά και τις πολιτικές επιστήμες και τον ίδιο χρόνο η εφημερίδα Ελ Εσπεκταδόρ δημοσίευσε το πρώτο διήγημά του με τίτλο «Η τρίτη παραίτηση». Το 1948 μετακόμισε στην Καρταχένα των Δυτικών Ινδιών κι εκεί άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Ελ Ουνιβερσάλ. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά και εφημερίδες στην Αμερική και την Ευρώπη.
Το πρώτο μυθιστόρημά του, Τα νεκρά φύλλα, εκδόθηκε το 1955 και ακολούθησαν τα έργα Κακιά ώρα, Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει και Η κηδεία της μεγάλης μάμα. Το 1967 κυκλοφόρησε το έργο Εκατό χρόνια μοναξιά, μυθιστόρημα που αποκόμισε αμέσως τις θετικότερες κριτικές και κέρδισε το αναγνωστικό κοινό, καθιερώνοντας έτσι τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ως έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας.
Στο τεράστιο έργο του, που το 1982 του χάρισε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, συμπεριλαμβάνονται και τα μυθιστορήματα: Το φθινόπωρο του Πατριάρχη,Χρονικόν ενός προαναγγελθέντος θανάτου, Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας, Δώδεκα διηγήματα περιπλανώμενα και Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων. Επίσης, έχει γράψει άρθρα σε περιοδικά, βιβλία με διηγήματα και κινηματογραφικά σενάρια.
Βιογραφικό από τη ΒιβλιοΝΕΤ
* * *
Εκατό χρόνια μοναξιάς (απόσπασμα)
Μετάφραση: Κλαίτη Σωτηριάδου-Μπαράχας
Πολλά χρόνια αργότερα, μπροστά στο
εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θα θυμόταν
εκείνο το μακρινό απόγευμα, που ο πατέρας του τον είχε πάει να πρωτοδεί
τον πάγο. Εκείνον τον καιρό, το Μακόντο ήταν ένα χωριό με είκοσι πλίθινα
σπίτια, χτισμένο στην όχθη ενός ποταμού με καθαρό νερό, που κυλούσε σε
μια κοίτη γεμάτη λεία βότσαλα, άσπρα και πελώρια, σαν προϊστορικά αυγά. Ο
κόσμος ήταν καινούργιος, τόσο που πολλά πράγματα δεν είχαν ακόμα
ονόματα και, για να τ’ αναφέρεις, έπρεπε να τα δείξεις.
* * *
Συνέντευξη στον Peter H. Stone
(για τη στήλη «The Art of Fiction» του Paris Review (τεύχος 82, χειμώνας 1981), σε μετάφραση Μαρίας Τσάκου· η συζήτηση έγινε στο σπίτι του Μάρκες, στο Νέο Μεξικό)
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ
Πώς αρχίσατε να γράφετε;
GARCÍA MÁRQUEZ
Από το
σχέδιο. Πρώτα σχεδίαζα καρτούν. Πριν καν αρχίσω να διαβάζω ή να γράφω,
σχεδίαζα κόμιξ στο σχολείο και στο σπίτι. Το αστείο είναι ότι
συνειδητοποιώ σήμερα πως όταν ήμουν στο γυμνάσιο λέγανε για μένα ότι
γράφω ενώ στην πραγματικότητα δεν είχα ποτέ μέχρι τότε γράψει τίποτα.
Μάλιστα εξαιτίας της φήμης μου, όταν έπρεπε να γράψουμε κάποιο
ενημερωτικό ή κάποιο γράμμα διαμαρτυρίας, πάντα έβαζαν εμένα επειδή
ήμουν ─υποτίθεται─
εκείνος που έγραφε. Όταν μπήκα στο κολέγιο, έτυχε να έχω πολύ καλό
λογοτεχνικό υπόβαθρο, πολύ υψηλότερο επίπεδο από τον μέσο συμφοιτητή
μου. Στο πανεπιστήμιο της Μπογκοτά, άρχισα να κάνω νέους φίλους και
γνωριμίες οι οποίοι με σύστησαν σε σύγχρονους συγγραφείς. Ένα βράδυ ένας
φίλος μου δάνεισε ένα βιβλίο με διηγήματα του Franz Kafka. Όταν γύρισα στην πανσιόν όπου έμενα άρχισα να διαβάζω τη Μεταμόρφωση.
Διαβάζοντας την πρώτη γραμμή κόντεψα να πέσω απ’ το κρεβάτι. Τόσο
σοκαρίστηκα. Η πρώτη γραμμή λέει, «Όταν ένα πρωί ο Γκρέγκορ Σάμσα
ξύπνησε από εφιαλτικά όνειρα, ένιωσε τον εαυτό του να έχει μεταμορφωθεί
σ’ ένα πελώριο έντομο». Όταν διάβασα αυτή τη γραμμή, σκέφτηκα ότι δεν
είχα ποτέ φανταστεί πως επιτρέποταν να γράφει κανείς έτσι. Αν το ήξερα,
θα είχα αρχίσει να γράφω προ πολλού. Ξεκίνησα, λοιπόν, αμέσως να γράφω
διηγήματα. Αυτά τα διηγήματα είναι εντελώς διανοουμενίστικα σε ύφος
γιατί τα έγραφα αντλώντας στοιχεία από το λογοτεχνικό μου υπόβαθρο· δεν
είχα βρει τον τρόπο ακόμα να συνδέω τη λογοτεχνία με τη ζωή.
Δημοσιεύτηκαν στο λογοτεχνικό ένθετο της εφημερίδας El Espectador της Μπογκοτά, και είχαν και κάποια επιτυχία εκείνο τον καιρό ─ προφανώς
επειδή κανείς δεν έγραφε τότε διηγήματα σε τέτοιο στιλ, όλοι έγραφαν
για τη ζωή στην ύπαιθρο και για την κοινωνία. Μάλιστα, για τα δικά μου
διηγήματα είπαν όλοι πως έχουν επιρροές από τον Τζόις.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ
Και είχατε όντως διαβάσει Τζόις τότε;
GARCÍA MÁRQUEZ
Όχι, δεν είχα διαβάσει ποτέ, γι΄αυτό και άρχισα να διαβάζω τον Οδυσσέα. Τον διάβασα στη μοναδική ισπανική έκδοση που υπήρχε. Τώρα ξέρω, έχοντας πλέον διαβάσει τον Οδυσσέα
τόσο στα αγγλικά όσο και σε μια καλή γαλλική μετάφραση, πως η ισπανική
μετάφραση ήταν πολύ κακή. Αλλά έμαθα κάτι το οποίο θα αποδεικνύοταν πολύ
χρήσιμο για τα μελλοντικά μου κείμενα ─ την
τεχνική του εσωτερικού μονολόγου.Μετά το ξανασυνάντησα αυτό στην
Βιρτζίνια Γοουλφ, και μάλιστα μου αρέσει περισσότερο ο δικός της τρόπος
από αυτόν του Τζόις. Αργότερα, βέβαια, ανακάλυψα πως εκείνος που πρώτος
χρησιμοποίησε αυτόν τον εσωτερικό μονόλογο ήταν ο ανώνυμος συγγραφέας
του Lazarillo de Tormes.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ
Μπορείτε να κατονομάσετε μερικούς συγγραφείς που σας επηρέασαν στα πρώτα σας βήματα;
GARCÍA MÁRQUEZ
Εκείνοι
που με βοήθησαν να ξεφορτωθώ αυτό το στιλ διανοούμενου στα διηγήματα που
έγραφα ήταν οι εκπρόσωποι της αμερικανικής Χαμένης Γενιάς.
Συνειδητοποίησα πως η δική τους λογοτεχνία είχε μια σχέση με τη ζωή που
δεν υπήρχε στα δικά μου διηγήματα. Και τότε συνέβη κάτι που είχε πολύ
σοβαρό αντίκτυπο συνολικά πάνω στον τρόπο που έγραφα: Το «Bogotazo», ο
ξεσηκωμός του κόσμου στη Μπογκοτά όταν πυροβόλησαν τον Γκαϊτάν. Ήμουν,
θυμάμαι, στο δωμάτιό μου, το πλήθος είχε ήδη βγει στους δρόμους σε
διαμαρτυρία, έκαναν πλιάτσικο σε μαγαζιά και καίγανε κτήρια. Πήγα κι
εγώ. Το απόγευμα και το βράδυ εκείνης της μέρας κατάλαβα για πρώτη φορά
σε τι είδους χώρα ζούσα και ότι τα διηγήματά μου ήταν άσχετα με όλ’
αυτά. Όταν αργότερα αναγκάστηκα να γυρίσω πίσω στο μέρος πο μεγάλωσα, το
Barranquilla, στην Καραϊβική, τότε κατάλαβα πως εκείνη ήταν η ζωή που
είχα ζήσει, γνώριζα και για την οποία ήθελα να γράψω.
Περί
το 1950 ή ’51, συνέβη κι ένα ακόμα γεγονός που με επηρέασε ως
λογοτέχνη. Η μητέρα μου μου ζήτησε να τη συνοδεύσω στη γενέτειρά μου,
στο Aracataca, για να πουλήσουμε το σπίτι όπου έζησα μέχρι πέντε χρονών.
Όταν πήγα εκεί, αρχικά ήταν σοκ, διότι ήμουν τότε εικοσιδύο και είχα να
πάω από οκτώ. Τίποτε δεν είχε αλλάξει ουσιαστικά, παρ’ όλα ταύτα είχα
την αίσθηση πως δεν έβλεπα το χωριό, πως το βίωνα σαν μέσα
από σελίδες βιβλίου. Έμοιαζε σαν όλα όσα έβλεπα να είχαν ήδη γραφτεί
και το μόνο που εγώ όφειλα να κάνω ήταν να κάτσω και να αντιγράψω αυτά
που ήταν γραμμένα, αυτά που διάβαζα. Με κάθε δυνατό τρόπο, όλα είχαν
πάρει μορφή λογοτεχνίας: τα σπίτια, οι άνθρωποι και οι αναμνήσεις. Δεν
είμαι βέβαιος αν είχα τότε ήδη διαβάσει Φώκνερ, πάντως τώρα ξέρω πως
μόνο μια μέθοδος όπως αυτή του Φώκνερ θα μου επέτρεπε να γράψω όλα όσα
έβλεπα γύρω μου. Η ατμόσφαιρα, η παρακμή, η αποπνικτική ζέστη στο χωριό,
όλα ήταν όμοια μ’ αυτό που έχω αισθανθεί διαβάζοντας Φώκνερ. Ήταν
χτισμένο σε μια μπανανοφυτεία που την είχαν επικοίσει οι Αμερικανοί που
δούλευαν στις εταιρείες φρούτων και αυτό του έδινε την ίδια ακριβώς
ατμόσφαιρα που είχα συναντήσει σε βιβλία για τον Βαθύ Νότο. Πολλοί
κριτικοί έχουν γράψει κατά καιρούς για την επίδραση που είχε ο Φώκνερ
στο γραπτό μου, όμως κατ’ εμέ είναι απλή σύμπτωση: Απλά το υλικό που
είχα διαλέξει έπρεπε να το χειριστώ με τον ίδιο τρόπο που ο Φώκνερ
χειρίστηκε παρόμοιο υλικό με το δικό μου.
Επέστρεψα από εκείνο το ταξίδι στο χωριό και έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα, Τα Νεκρά Φύλλα.
Αυτό που πραγματικά είχε συμβεί μέσα μου σ’ εκείνο το ταξίδι στο
Aracataca ήταν πως κατάλαβα ότι όλα όσα είχαν συμβεί στην παιδική μου
ηλικία είχαν λογοτεχνική αξία που δεν την είχα εκτιμήσει νωρίτερα. Από
τη στιγμή που έγραψα τα Φύλλα συνειδητοποίησα πως ήθελα να γίνω
συγγραφέας, πως κανείς δε μπορούσε να με σταματήσει και πως το μόνο
πράγμα που είχε νόημα για μένα στη ζωή ήταν το να γίνω ο καλύτερος
συγγραφέας στον κόσμο. Όλα αυτά το 1953. Βέβαια, μόλις το 1967 έλαβα την
πρώτη επιταγή από πνευματικά δικαιώματα. Όταν είχα ήδη γράψει πέντε από
τα οκτώ μου βιβλία.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ
Πιστεύετε
πως είναι συνηθισμένο φαινόμενο νέοι συγγραφείς να παραβλέπουν την αξία
των ίδιων των εμπειριών της παιδικής τους ηλικίας και να στρέφονται σε
πιο εξεζητημένα θέματα όπως κάνατε κι εσείς αρχικά;
GARCÍA MÁRQUEZ
Μπα, νομίζω πως συνήθως γίνεται το αντίθετο· μια
συμβουλή, όμως, που έχω για τους νέους συγγραφείς, είναι ακριβώς αυτό:
να γράφουν για πράγματα που τους έχουν συμβεί· και είναι εύκολο ξέρετε
να καταλάβεις πότε ένας συγγραφέας γράφει για κάτι που έζησε ο ίδιος ή
για κάτι που έχει απλά διαβάσει ή ακούσει. Ο Πάμπλο Νερούδα γράφει στον
στίχο ενός ποιήματος: «Ο Θεός να με φυλάει απ’ το να επινοώ τα όσα
τραγουδάω». Και δεν παύει να με διασκεδάζει το γεγονός πως εκείνο που
εξυμνούνε οι κριτικοί στο έργο μου είναι η φαντασία, ενώ η αλήθεια είναι
πως δεν υπάρχει μήτε μια γραμμή σε όλο μου το έργο που να μην έχει τη
βάση της στην πραγματικότητα. Το θέμα είναι απλά πως η πραγματικότητα
στην Καραϊβική μοιάζει με την πιο αχαλίνωτη φαντασία.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ
Για ποιον γράφατε εκείνη τη χρονική περίοδο; Ποιο ήταν το κοινό σας;
GARCÍA MÁRQUEZ
Τα Νεκρά Φύλλα
τα έγραψα για τους φίλους μου που με βοηθούσαν, μου δάνειζαν τα βιβλία
τους και με εμψύχωναν. Γενικά πιστεύω πως συχνά γράφεις για κάποιον
συγκεκριμένα. Όταν γράφω, πάντοτε περνάει απ’ το μυαλό μου ότι σε τούτον
ή τον άλλο φίλο θα αρέσει μια παράγραφος ή ένα κεφάλαιο, και σκέφτομαι
πάντοτε συγκεκριμένους ανθρώπους. Εν τέλει όλα τα βιβλία για τους φίλους
μας τα γράφουμε. Το πρόβλημα μετά τα Εκατό Χρόνια Μοναξιά είναι
πως τώρα δεν ξέρω πλέον για ποιον από τους εκατομμύρια αναγνώστες γράφω·
αυτό με αναστατώνει και με μπλοκάρει. Είναι σαν να είναι εκατομμύρια
μάτια πάνω σου κι εσύ να μην ξέρεις τι σκέφτονται.
[…]
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ
Επανέρχεσθε συχνά στο θέμα της μοναξιάς της εξουσίας.
GARCÍA MÁRQUEZ
Όση
περισσότερη δύναμη έχεις τόσο πιο δύσκολο είναι να ξεχωρίσεις ποιος σου
λέει ψέματα και ποιος όχι. Όταν κατακτήσεις την απόλυτη εξουσία, χάνεται
η επαφή με την πραγματικότητα, και αυτό είναι το χειρότερο είδος
μοναξιάς. Ένας πολύ ισχυρός άνθρωπος, ένας δικτάτορας, περιτριγυρίζεται
από συμφέροντα και ανθρώπους των οποίων απώτερος σκοπός είναι να τον
απομονώσουν από την πραγματικότητα· τα πάντα συνωμοτούν ώστε να τον
απομονώσουν.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ
Και η μοναξιά του συγγραφέα; Είναι διαφορετική;
GARCÍA MÁRQUEZ
Έχει
πολλά κοινά σημεία με τη μοναξία της εξουσίας. Η ίδια η προσπάθεια που
καταβάλλει ο συγγραφέας να αποδώσει την πραγματικότητα συχνά
διαστρεβλώνει την εικόνα της στα μάτια του. Προσπαθώντας να τη μεταφέρει
είναι εύκολο να χάσει την επαφή του μαζί της, ζώντας μέσα στο παλάτι
του παραμυθιού, που λένε. Η δημοσιογραφία σε προφυλάσσει από αυτό με
επιτυχία. Κι αυτός είναι ο λόγος που προσπάθησα πάντοτε να συνεχίσω να
είμαι μέσα στη δημοσιογραφία και την πολιτική. Η μοναξιά που με απείλησε
μετά από το Εκατό χρόνια δεν ήταν η μοναξιά του συγγραφέα· ήταν η
μοναξιά της δόξας η οποία μοιάζει φοβερά μ’ εκείνην της εξουσίας. Οι
φίλοι μου με προφύλαξαν απ΄αυτήν, οι φίλοι που μου στέκονται πάντα.
[…]
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ
Υπάρχουν φορές που η πλοκή ενός βιβλίου σας πήγε αλλού από εκεί που σχεδιάζατε;
GARCÍA MÁRQUEZ
Αυτό μου
έχει συμβεί στις αρχές. Στις πρώτες ιστορίες που έγραψα, είχα μια
αόριστη ιδέα για το ποιο θα ήταν το κλίμα στο οποίο θα κινηθεί το βιβλίο
αλλά άφηνόμουν να με οδηγήσει η τύχη. Η καλύτερη συμβουλή που μου
έδωσαν όταν ήμουν ακόμα στα πρώτα μου βήματα ήταν πως όσο ήμουν νέος και
είχα μέσα μου αυτόν τον χείμαρο έμπνευσης μπορούσα να αφεθώ σ’ αυτόν
άφοβα. Μου είπαν όμως πως, αν δεν μάθαινα την τεχνική, αργότερα στη ζωή
μου, όταν θα στέρευε η έμπνευση, θα είχα πρόβλημα. Γιατί η τεχνική είναι
εκείνο το οποίο έρχεται να καλύψει τα κενά της έμπνευσης. Αν δεν το
είχα μάθει αυτό έγκαιρα δεν θα ήμουν τώρα σε θέση να φτιάξω εξ αρχής τον
σκελετό της δομής ενός βιβλίου. Η δομή είναι καθαρά τεχνικό θέμα και αν
δεν τη μάθεις από νωρίς δεν τη μαθαίνεις ποτέ.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ
Άρα η πειθαρχία είναι πολύ σημαντική για σας
GARCÍA MÁRQUEZ
Δεν μπορείς να γράψεις βιβλίο που να αξίζει έστω και μια δεκάρα αν δεν έχεις εξαιρετική πειθαρχία.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ
Ούτε με τη χρήση ουσιών;
GARCÍA MÁRQUEZ
Ο
Χέμινγουεϊ έχει γράψει κάτι που μου είχε κάνει πολύ εντύπωση: Πως το
γράψιμο για εκείνον ήταν σαν την πυγμαχία. Πρόσεχε πολύ την υγεία και τη
φόρμα του. Ο Φώκνερ είχε τη φήμη του μέθυσου, όμως σε κάθε του
συνέντευξη έλεγε πως του ήταν αδύνατο να γράψει μεθυσμένος. Και ο
Χέμινγουεϊ το έχει πει αυτό. Κάποιοι αγενείς αναγνώστες με έχουν ρωτήσει
κατά καιρούς αν έπαιρνα ναρκωτικά όταν έγραφα κάποια απ’ τα βιβλία μου.
Αυτό δείχνει πόσα λίγα ξέρουν και από λογοτεχνία και από ναρκωτικά. Για
να είσαι καλός συγγραφέας πρέπει να είσαι απόλυτα διαυγής και υγιής την
ώρα που γράφεις. Είμαι κάθετα αντίθετος με αυτή τη ρομαντική αντίληψη
που θέλει τη συγγραφή να είναι μια πράξη αυτοθυσίας και τον συγγραφέα να
γράφει καλύτερα αν είναι πένητας και ψυχολογικά ασταθής. Απεναντίας
πιστεύω πως πρέπει να είσαι σε πολύ καλή ψυχολογική και σωματική
κατάσταση. Για μένα, η λογοτεχνική δημιουργία απαιτεί καλή υγεία και η
Χαμένη Γενιά το ασπαζόταν αυτό. Ήταν άνθρωποι που αγαπούσαν τη ζωή.
[…]
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ
Είστε της γνώμης πως αν η φήμη ή η επιτυχία έρθουν νωρίς στην καριέρα ενός συγγραφέα του κάνουν κακό;
GARCÍA MÁRQUEZ
Σε κάθε
ηλικία του κάνουν κακό. Θα προτιμούσα τα βιβλία μου να αναγνωριστούν
μετά θάνατον, τουλάχιστον στις δυτικές χώρες όπου μετατρέπεσαι σε
εμπορεύσιμο είδος.
[…]
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ
Γιατί πιστεύετε πως η φήμη κάνει τόση ζημιά σ’ έναν συγγραφέα;
GARCÍA MÁRQUEZ
Κυρίως
γιατί εισβάλλει στην προσωπική σου ζωή και σου στερεί απ’ τον χρόνο που
θα αφιέρωνες στους φίλους σου ή θα εργαζόσουν. Τείνει να σε απομονώνει
από τον πραγματικό κόσμο. Ένας διάσημος συγγραφέας που θέλει να
συνεχίσει να γράφει πρέπει να υπερασπίζει διαρκώς τον εαυτό του απέναντι
στις επιθέσεις που δέχεται από την ίδια τη δόξα του. Δεν μου αρέσει να
το λέω αυτό γιατί ποτέ δεν ακούγεται ειλικρινές, αλλά πραγματικά θα
ήθελα να έχουν δημοσιευτεί τα βιβλία μου μετά το θάνατό μου έτσι ώστε να
μη χρειάζεται να ζήσω τη ζωή του διάσημου και μεγάλου συγγραφέα. Στην
περίπτωσή μου το μόνο πλεονέκτημα της φήμης είναι πως την έχω
εκμεταλλευτεί για να αναδείξω πολιτικά θέματα. Διαφορετικά είναι
δυσάρεστη. Το πρόβλημα είναι ότι είσαι διάσημος 24 ώρες το
εικοσιτετράωρο και δεν μπορείς να πεις «άσε, από αύριο πάλι», ή να
πατήσεις ένα κουμπί και να πεις «τώρα, εδώ, δε θα είμαι».
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ
Περιμένατε την τεράστια επιτυχία του Εκατό Χρόνια Μοναξιάς;
GARCÍA MÁRQUEZ
Ήξερα
πως ήταν καλό βιβλίο και πως θα το εκτιμούσαν οι φίλοι μου περισσότερο
από τα υπόλοιπα. Αλλά όταν ο ισπανός εκδότης μου μου είπε πως θα
τυπώσουν οκτώ χιλιάδες αντίγραφα εξεπλάγην×
κανένα από τ ΄άλλα μου βιβλία δεν είχε πουλήσει πάνω από επτακόσια
κομμάτια. Τον ρώτησα γιατί δεν ξεκινούσε πιο μετριοπαθώς και μου είπε
ότι πίστευε πως ήταν πραγματικά καλό βιβλίο και πως, κατά την εκτίμησή
του, και τα οκτώ χιλιάδες αντίτυπα θα είχαν πουληθεί στο διάστημα από
τον Μάιο ως τον Δεκέμβριο. Στην πραγματικότητα, στο Μπουένος Άιρες,
πουλήθηκαν όλα μέσα σε μια εβδομάδα.
[…]
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ
Ως συγγραφέας έχετε κάποια μεγάλη φιλοδοξία ή μετανοιώνετε ιδιαίτερα για κάτι;
GARCÍA MÁRQUEZ
Η
απάντηση είναι η ίδια με αυτήν που σας έδωσα για τη φήμη. Με ρώτησαν τις
προάλλες αν θα με ενδιέφερε να κερδίσω το βραβείο Νόμπελ. Για μένα θα
ήταν η απόλυτη καταστροφή. Θα μου άρεσε να θεωρούν πως το αξίζω αλλά το
να μου το δώσουν θα ήταν τραγικό διότι θα έκανε ακόμα πιο έντονο το
πρόβλημα που έχω με όλη αυτή τη διασημότητα. Το μόνο πράγμα για το οποίο
πραγματικά μετανιώνω στη ζωή είναι πως δεν απέκτησα μια κόρη.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ
Κάποιο επόμενο βιβλίο που έχετε ήδη στα σκαριά και θα θέλατε να μας μιλήσετε γι΄αυτό;
GARCÍA MÁRQUEZ
Είμαι
απόλυτα πεπεισμένος πως στο μέλλον θα γράψω το καλύτερο βιβλίο της ζωής
μου. Αλλά δεν ξέρω ποιο θα είναι ή πότε. Όταν έχω αυτό το συναίσθημα
—και το έχω εδώ και λίγο καιρό— κάθομαι εντελώς ήσυχος ώστε, αν τύχει να
κάνει την εμφάνισή του, να είμαι έτοιμος να το συλλάβω.
[Σημείωση dim/art: Δυστυχώς, η «καταστροφή» που τόσο φοβόταν ο Márquez ήρθε
την επόμενη κιόλας χρονιά, το 1982, όταν του απονεμήθηκε από τη
Σουηδική Ακαδημία το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του].
* * *
Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας (απόσπασμα)
Μετάφραση: Κλαίτη Σωτηριάδου-Μπαράχας
Πέταξε την κουτάλα που κρατούσε και
προσπάθησε να τρέξει όσο μπορούσε με το ακατανίκητο βάρος της ηλικίας,
φωνάζοντας σαν τρελή, χωρίς να ξέρει ακόμα τί συνέβαινε κάτω από το
φύλλωμα του μάνγκο κι η καρδιά της έγινε κομμάτια όταν είδε τον άνθρωπό
της ξαπλωμένο μπρούμυτα μες στη λάσπη, μισοπεθαμένο, αλλά ν’
αντιστέκεται το τελικό χτύπημα του θανάτου για να της δώσει χρόνο να
προλάβει να φτάσει. Πρόλαβε να την αναγνωρίσει μες στη φασαρία, μέσα από
τα δάκρυα του ανεπανάληπτου πόνου, που πέθανε χωρίς αυτήν, και την
κοίταξε για τελευταία φορά, ποτέ πια ξανά, με τα μάτια πιο φωτεινά, πιο
θλιμμένα κι όλο ευγνωμοσύνη, όπως εκείνη ποτέ δεν είχε δει μέσα σε μισό
αιώνα κοινής ζωής και πρόλαβε να της πει με την τελευταία αναπνοή: «Μόνο
ο Θεός ξέρει πόσο πολύ σ’αγάπησα».
ΠΗΓΗ
Dimartblog.com
ΠΗΓΗ
Dimartblog.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου