Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

ΓΛΩΣΣΑ

 

 
 
Είναι γενικά αποδεκτό πως μέσα στα πλαίσια της ελληνικής πολιτιστικής παράδοσης εμφανίζεται έντονο, τα τελευταία χρόνια, το φαινόμενο της κρίσης της γλώσσας. Ιδιαίτερα επικεντρώνεται το πρόβλημα στους νέους, υπό την έννοια ότι σ’ αυτούς γίνεται φανερή μια γλωσσική πενία.
Αφού αναζητήσετε τα γενικότερα αίτια για τη γλωσσική κρίση που επικρατεί στη χώρα μας σήμερα να επικεντρώσετε το ενδιαφέρον σας στην αναζήτηση των χαρακτηριστικών της γλώσσας των νέων και των παραγόντων που συνετέλεσαν στη διαμόρφωσή της. Ποιες συνέπειες έχει η φθορά της γλώσσας και με ποιους τρόπους είναι δυνατό να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το πρόβλημα;

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ:
Η έντονη ανάγκη της επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, μετά τη συγκρότηση οργανωμένων κοινωνιών, εκφράστηκε με τη χρησιμοποίηση ποικίλων τρόπων, όπως χειρονομίες και μιμητική. Ωστόσο, με τη γλώσσα ικανοποιούνται πληρέστερα οι απαιτήσεις για συνεννόηση και αρμονική συμβίωση. Μέσω της γλώσσας ο άνθρωπος εκφράζει και προσδιορίζει τον εσωτερικό και εξωτερικό του κόσμο και επικοινωνεί ουσιαστικά με το συνάνθρωπό του. Η γλώσσα αντικατοπτρίζει την πολιτιστική παράδοση κάθε κοινωνίας όμως, ταυτόχρονα, αποτελεί και ενεργό παράγοντα της σύγχρονης πολιτιστικής δημιουργίας. Ως ένα ενεργό πολιτιστικό δυναμικό υπόκειται πάντοτε σε κοινωνικές μεταβολές που στοχεύουν στην εξυπηρέτηση των συλλογικών αναγκών. Έτσι, αυτή η συνεχής μεταβολή και διαμόρφωση της γλώσσας επηρεάζει και καθορίζει το βαθμό επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Στη σύγχρονη εποχή, όμως, υπάρχει κρίση επικοινωνίας που παρουσιάζεται έντονη και στη γλώσσα. Μια εκδήλωση αυτής της κρίσης στη γλώσσα αποτελεί η τυποποίηση και η συρρίκνωση της γλωσσικής έκφρασης των νέων.

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ:
Η κρίση αυτή διαφαίνεται και στην ελληνική γλώσσα, που είναι μια από τις πιο πλούσιες γλώσσες του κόσμου για την πλουσιότητα των εκφραστικών στοιχείων που διαθέτει, αλλά και για την ικανότητά της να δημιουργεί καινούρια εκφραστικά σχήματα. Το γλωσσικό πρόβλημα επικεντρώνεται στη συρρίκνωση γλωσσικών εκφραστικών μέσων και στην αποδυνάμωση και βαθμιαία μείωση του λεξιλογικού πλούτου, που χρησιμοποιεί ο μέσος Έλληνας.

                                                                      ΑΙΤΙΑ:
1. Η έλλειψη επικοινωνίας, η αποξένωση ανάμεσα στους ανθρώπους, ιδίως των μεγάλων πόλεων. Ο σύγχρονος Έλληνας έχει αλλοτριωθεί σε μεγάλο βαθμό, γεγονός που οδηγεί στην απομόνωσή του, κυρίως, στις μεγαλουπόλεις. Αφού λοιπόν η γλώσσα στηρίζεται στην επικοινωνία και με δεδομένο ότι ο σύγχρονος Έλληνας δεν επικοινωνεί, άρα η γλώσσα βρίσκεται σε κρίση. Η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων προσδιορίζεται από σχέσεις τυπικές, απρόσωπες και επιφανειακές. Το φαινόμενο αυτό επιτείνεται στις απρόσωπες μεγαλουπόλεις όπου παρά το πλήθος των ανθρώπων κυριαρχεί η μοναξιά. Εκτός από την έλλειψη επικοινωνίας οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν εμπορευματοποιηθεί, καθώς ο άνθρωπος χρησιμοποιεί το συνάνθρωπό του ως αντικείμενο εκμετάλλευσης. Επομένως, κρίση επικοινωνίας σημαίνει ταυτόχρονα και κρίση της γλώσσας.

2. Η γενικότερη πολιτιστική κρίση, η πνευματική υποβάθμιση, η οποία προκύπτει από το χρησιμοθηρικό τρόπο ζωής, και η καταναλωτική νοοτροπία που χαρακτηρίζουν την εποχή μας. Πράγματι, πνεύμα φτωχό σε γνώσεις και ιδέες συνεπάγεται και φτωχή γλώσσα. Η γλώσσα, επομένως, απλά δηλώνει την πνευματική ανεπάρκεια και την ηθική παρακμή της κοινωνίας του «έχειν», της κοινωνίας της αφθονίας, αλλά και της απληστίας.

3. Η ιδιοτέλεια και το έντονο πνεύμα του ατομικισμού που κυριαρχεί, φαινόμενα που οδηγούν στην αδιαφορία για τις κοινές υποθέσεις του κράτους. Ο πολίτης ενδιαφέρεται για την εξυπηρέτηση του προσωπικού του συμφέροντος και απέχει από τις συλλογικές κοινωνικές προσπάθειες. Άρα, παύει να επικοινωνεί και συνεπώς δε χρειάζεται τη γλώσσα, της οποίας η κρίση αντικατοπτρίζει και την κρίση της ευρύτερης κοινωνικής ζωής.

4. Η λειτουργία των μέσων μαζικής ενημέρωσης τα οποία φέρουν ευθύνη για τη γλωσσική πενία. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης καθιερώνουν μια επικοινωνία μονόδρομη. Έχοντας αναλάβει σε μεγάλο βαθμό την ψυχαγωγία του σύγχρονου ανθρώπου αναπαράγουν τη λογική των συνθημάτων μεταβάλλοντας, ταυτόχρονα, τη γλώσσα σε μία γλώσσα φτωχή που χαρακτηρίζεται από συνθηματικό, τηλεγραφικό ύφος. Έτσι, στην προσπάθειά τους να εξυπηρετήσουν συμφέροντα εμπορικά οδηγούν και τη γλωσσική έκφραση στην εμπορευματοποίηση.
Κυρίως ο συνθηματολογικός χαρακτήρας της γλώσσας διαφαίνεται μέσα από την προβολή των διαφημιστικών μηνυμάτων.
Από τη στιγμή που βασική επιδίωξη είναι η προσέλκυση του καταναλωτικού κοινού, ο λόγος δε θεωρείται κυρίαρχο στοιχείο, αλλά συμπληρωματικό της εικόνας. Στη διαφήμιση χρησιμοποιούνται λέξεις και φράσεις ηχηρές που μπορούν να θέλξουν τους καταναλωτές, ώστε ν’ αγοράσουν τα προϊόντα. Το λεξιλόγιο, από την άλλη πλευρά, περιορίζεται και συρρικνώνεται σ’ όσο γίνεται λιγότερες λέξεις, με συνέπεια η γλωσσική επικοινωνία να χάνει τη σημασία της και τη σαφήνεια. Παράλληλα και η χρησιμοποίηση ξένων εκφραστικών τύπων τείνει ν’ αποτελέσει κυρίαρχο φαινόμενο μέσα από τη λειτουργία των μέσων μαζικής ενημέρωσης και ειδικότερα της διαφήμισης με αντίκτυπο στην πολιτιστική παράδοση και ανάπτυξη της χώρας.

5. Το γεγονός ότι οι Νεοέλληνες δε διαβάζουν βιβλία, με αποτέλεσμα να στερούνται τη δυνατότητα πλουτισμού του λεξιλογίου και της γενικότερης καλλιέργειάς τους.

6. Η απομάκρυνση των πνευματικών ανθρώπων από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο που αποτελεί και το αναγνωστικό κοινό. Αυτό το φαινόμενο οφείλεται στο γεγονός πως οι πνευματικοί άνθρωποι μιλούν και χρησιμοποιούν στα έργα τους μια γλώσσα διαφορετική απ’ αυτή του λαού. Πολλές φορές οι λογοτέχνες υιοθετούν μια ακατανόητη γλώσσα με συνέπεια ν’ αδυνατούν να θέσουν προβληματισμούς, να συμβάλλουν, ουσιαστικά, στην πνευματική καλλιέργεια του λαού, επιτείνοντας τη σύγχυση που κυριαρχεί στον πολιτιστικό χώρο.

7. Η διγλωσσία που ταλαιπώρησε για πολλά χρόνια την Ελλάδα προκαλώντας σύγχυση στους ανθρώπους σχετικά με τους εκφραστικούς τρόπους και τα σχήματα που έπρεπε να χρησιμοποιούν. Η γλωσσική διαμάχη που ξέσπασε μεταξύ διαφόρων γλωσσικών κινημάτων έληξε στα χίλια εννιακόσια εβδομήντα πέντε (1975) , οπότε αποφασίστηκε η καθιέρωση της δημοτικής Νεοελληνικής ως επίσημης γλώσσας του κράτους. Ωστόσο, το χρονικό διάστημα που πέρασε από την κατάργηση της διγλωσσίας που βασάνιζε τη γλώσσα δεν ήταν αρκετό, ώστε να ξεπεραστούν όλες οι δυσκολίες που δημιουργούν εμπόδια στην επικράτηση μιας μορφής γλώσσας κοινά αποδεκτής. 
 
8. Η κομματική συνθηματολογία. Στην εποχή μας στο χώρο της πολιτικής, ολοένα και συχνότερα ο πολιτικός λόγος αντικαθίσταται από την κομματική συνθηματολογία. Ο πολιτικός άνδρας στην προσπάθειά του να εντυπωσιάσει το λαό στον οποίο απευθύνεται αξιοποιεί το σύνθημα, τις ηχηρές λέξεις. Μ’αυτόν τον τρόπο, όμως, καταργείται ο πολιτικός διάλογος και νεκρώνεται η ικανότητα του λαού να αναπτύσσει την κρίση του, ώστε να ερμηνεύει τα πολιτικά φαινόμενα και τις εξελίξεις.

9. Η κρίση που διέρχεται το εκπαιδευτικό σύστημα καθιστώντας προβληματική τη γλωσσική κατάρτιση των μαθητών. Πολλά είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα το σχολείο, όπως έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, δανειστικών βιβλιοθηκών, μετάδοση αναφομοίωτων, στείρων γνώσεων που οδηγεί στη διαμόρφωση μιας απομνημονευτικής παιδείας, ελλιπής διδασκαλία των νέων ελληνικών. Τα φαινόμενα – προβλήματα αυτά λειτουργούν ως αρνητικοί καταλύτες που απομακρύνουν τους νέους από το διάβασμα και οδηγούν στη λεξιλογική – εκφραστική φτώχεια και κατ’επέκταση στην κρίση της γλώσσας.

10. Η έντονη τάση της ξενομανίας και του μιμητισμού που χαρακτηρίζει τον τρόπο ζωής των σύγχρονων Ελλήνων, καθώς και το κυρίαρχο αντιπαραδοσιακό πνεύμα. Η συχνή χρήση ξένων λέξεων οι οποίες αντικαθιστούν τις ελληνικές οδηγεί στην παραφθορά και αλλοίωση της ελληνικής γλώσσας, υποβαθμίζοντας την ποιότητα της ελληνικής γλωσσικής και γενικότερα πολιτιστικής δημιουργίας.

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ:
Η κρίση της γλώσσας στη χώρα μας διαφαίνεται κυρίως στην τυποποίηση και τη συρρίκνωση της γλωσσικής έκφρασης των νέων. Το πρόβλημα δεν εστιάζεται στη λεκτική ανεπάρκεια αλλά στο ότι έχει υιοθετηθεί από τους νέους ένας άλλος γλωσσικός κώδικας.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ:
Οι νέοι λοιπόν, χρησιμοποιούν μια γλώσσα που διαφέρει από το γλωσσικό κώδικα της υπόλοιπης κοινωνίας. Η γλώσσα αυτή διακρίνεται από το φτωχό λεξιλόγιο, στοιχείο που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη μόρφωση και τις εμπειρίες των νέων. Ενώ οι νέοι, σήμερα, αποκτούν μια υψηλή μόρφωση μέσα απ’ όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης – μέση, ανώτερη και ανώτατη – και διακρίνονται για τον πλούτο των εμπειριών τους, αντίθετα μιλούν μία γλώσσα λιτή που είναι γεμάτη από παραφθορές και νοηματικές εφευρέσεις. Επίσης, ο γλωσσικός τους κώδικας διακρίνεται από στερεότυπες εκφράσεις και συνθηματολογικές διατυπώσεις που περιορίζουν τη ζωντάνια, τη δύναμη και την εκφραστικότητα της ελληνικής γλώσσας.
Χαρακτηριστική εκδήλωση αυτής της ιδιότυπης γλώσσας είναι η χρησιμοποίηση πολλών ξένων λέξεων και φράσεων στη θέση των ελληνικών, αλλά και εκφράσεων που συνθέτουν την «αργκό» γλώσσα. Αυτή η μορφή γλωσσικής επικοινωνίας δεν είναι δυνατό να γίνει κατανοητή από την ευρύτερη γλωσσική κοινότητα παρά μόνο από τους νέους. Περιγράφεται μάλιστα με τον όρο «αισχρολογία».

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ:
Εκτός από τα γενικότερα αίτια που οδηγούν στην αλλοίωση της ελληνικής γλώσσας, είναι αναγκαίο ν’ αναζητηθούν και οι ειδικότερες αιτίες και οι παράγοντες εκείνοι, που συνδέονται στενά με τις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες, και συντελούν στη διαμόρφωση της ιδιόμορφης αυτής νεανικής γλώσσας.

ΝΕΟΙ – ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΑΙΤΙΕΣ:
Η βασικότερη αιτία της διαμόρφωσης του ιδιόμορφου αυτού κώδικα επικοινωνίας προσδιορίζεται από την έντονη και συνεχή προσπάθεια των νέων να διαφοροποιηθούν και να ξεχωρίσουν από τους μεγάλους.
Το διαχρονικό αυτό φαινόμενο εκδηλώνεται μέσα από την έντονη αμφισβήτηση που ασκούν οι νέοι στα πεπραγμένα των μεγάλων, απογοητευμένοι από τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, για την οποία τους θεωρούν υπεύθυνους. Μέσα στο γενικότερο κλίμα της πολύπλευρης κοινωνικής κρίσης οι νέοι κατηγορούν τους μεγάλους για υποκρισία που την έχουν αναγάγει σε κανόνα της κοινωνικής ζωής, για την υιοθέτηση της συμβατικότητας, της ασυνέπειας όσον αφορά τα λόγια και τις πράξεις τους. Έτσι, οι νέοι βλέποντας τα οράματά τους για ένα καλύτερο – ειρηνικό και δίκαιο – κόσμο να καταρρίπτονται, αξίες και ιδανικά να περνούν μια έντονη κρίση, έρχονται σε σύγκρουση με την κοινωνική αυτή κατάσταση και κατ’ επέκταση με πολιτιστικά αγαθά και αξίες, όπως είναι η γλώσσα.
Γίνεται λοιπόν κατανοητό πως η διαφοροποίηση των νέων από τον κόσμο των μεγάλων εκδηλώνεται μέσα από ποικίλους τρόπους, όπως η ψυχαγωγία, η ενδυμασία αλλά και η γλώσσα. Γι’ αυτό χρησιμοποιούν ένα διαφορετικό γλωσσικό κώδικα, ώστε να μη γίνονται κατανοητοί από τους μεγαλύτερους και έτσι να δείξουν ότι διαφοροποιούνται απ’ αυτούς. Επομένως, η ομιλία μιας «διαφορετικής» γλώσσας δημιουργεί και την ξεχωριστή προσωπικότητα και στάση ζωής των νέων, ενώ, ταυτόχρονα, τους κατατάσσει σε μια αυτόνομη και ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, η οποία διακρίνεται από την αποδοχή των ίδιων αξιών και ιδεολογιών.

Είναι απαραίτητο να προστεθεί ακόμη πως αυτός ο τυποποιημένος, συνοπτικός και στερεότυπος τρόπος ομιλίας και επικοινωνίας των νέων οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην τυποποίηση που έχει κυριαρχήσει στην εποχή μας. Μια εποχή που κύρια χαρακτηριστικά της αποτελούν η ομοιομορφία ζωής, η μηχανοποίηση, η μαζοποίηση και η ισοπέδωση των ιδιαίτερων ατομικών χαρακτηριστικών των ανθρώπων. Αυτά τα αρνητικά κοινωνικά φαινόμενα αποτυπώνονται στην ομιλία των νέων που βιώνουν εντονότερα τις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες.

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ:
Η σοβαρότητα του φαινομένου της γλωσσικής φθοράς πιστοποιείται και από τη διαβρωτική επίδραση που ασκεί σε ζωτικούς τομείς της ατομικής και κοινωνικής δραστηριότητας.

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ:
1. Η γλώσσα αποτελεί το καλύτερο μέσο επικοινωνίας με το οποίο ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με το κοινωνικό του περιβάλλον αλλά και εκφράζει τον εσωτερικό του κόσμο. Όταν, όμως, παραγκωνίζεται και στρεβλώνεται, τότε ο άνθρωπος αδυνατεί να εντοπίσει και να διατυπώσει με τρόπο σαφή τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Έτσι οδηγείται σε μια πνευματική και διανοητική νωθρότητα που τον εμποδίζει να διατηρεί πάντα τη σκέψη του σε εγρήγορση και γενικά όλες τις νοητικές λειτουργίες του, γεγονός που επιφέρει πνευματική αποτελμάτωση.
2. Από την άλλη πλευρά, η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων καθίσταται προβληματική, καθώς οι νέοι γλωσσικοί κώδικες, που έχουν δημιουργηθεί ως άμεση απόρροια της μαζοποιημένης έκφρασης, στερούνται τη ζωντάνια και την εκφραστικότητα, την πολυσημία και το λεξιλογικό πλούτο της αναλλοίωτης γλώσσας. Άρα, παρεμποδίζεται η προσπάθεια κατανόησης και επαφής με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να απομονώνονται, να γίνονται εσωστρεφείς, στοιχεία που επιδεινώνουν τις ήδη διαταραγμένες – απρόσωπες, τυπικές, επιφανειακές – σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Κυρίως, όμως, παρεμποδίζεται η διεξαγωγή ενός γόνιμου και εποικοδομητικού διαλόγου σ’ όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής – οικονομία, παιδεία, οικογένεια, πολιτική – φαινόμενο που ενισχύει το γενικότερο κλίμα της αντιπαλότητας και του έντονου ανταγωνισμού που χαρακτηρίζει την κοινωνία.
3. Γενικότερα, κρίση της γλώσσας σημαίνει κρίση του πολιτισμού, εφόσον αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του, είναι η ίδια πολιτισμός. Από τη στιγμή που φθείρεται η γλώσσα οδηγείται, ταυτόχρονα, σε παρακμή και ο πολιτισμός, αφού σ’ εθνική κλίμακα η γλώσσα αποτελεί μέρος του εθνικού πολιτισμού. Σε εθνικό επίπεδο λοιπόν, καταστροφή της εθνικής γλώσσας σημαίνει αδυναμία διατήρησης και μετάδοσης της πολιτιστικής παράδοσης, γεγονός που αμβλύνει την εθνική ταυτότητα και συνείδηση. Επομένως, δημιουργούνται πολλαπλοί κίνδυνοι εθνικής εξάρτησης και υποδούλωσης από τη στιγμή που η γλώσσα αδυνατεί να διαμορφώσει την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του έθνους.

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ:
Γι’ αυτό πρέπει να καταβληθούν συντονισμένες προσπάθειες για τη διαφύλαξη της ελληνικής γλώσσας, που είναι η πλουσιότερη στον κόσμο, ώστε να διατηρηθεί ταυτόχρονα αναλλοίωτη η πολιτιστική μας παράδοση.

ΤΡΟΠΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ:
1. Αρχικά, επιβάλλεται η συνειδητοποίηση από τα μεμονωμένα άτομα της σπουδαιότητας του γλωσσικού προβλήματος. Αυτό αποτελεί ένα ουσιαστικό βήμα για την αντιμετώπισή του.
2. Μετά τη συνειδητοποίηση, είναι αναγκαία η αποκατάσταση της γλώσσας μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία. Και αυτό θα γίνει με τη σωστή διδασκαλία των νέων ελληνικών στα σχολεία, που θα στηρίζεται σε σύγχρονες μεθόδους και θα συνοδεύεται από μια αύξηση των ωρών. Είναι απαραίτητα λοιπόν κάποια επιμορφωτικά σεμινάρια για τους εκπαιδευτικούς. Παράλληλα, το σχολείο κρίνεται σκόπιμο να εμφυσήσει στους μαθητές την αγάπη για τη μάθηση μέσα από τη διαλεκτική σχέση μεταξύ μαθητών και εκπαιδευτικών.

3. Εκτός όμως του ρόλου που μπορεί να διαδραματίσει η εκπαίδευση για την επίλυση του προβλήματος αυτού, απαιτείται η φροντίδα και δραστηριοποίηση της πολιτείας για τη διαμόρφωση ενός κοινωνικού περιβάλλοντος πλούσιου σε πνευματικά ερεθίσματα, ώστε οι νέοι, κυρίως, άνθρωποι να στραφούν στη λογοτεχνία μέσα από την οποία θα επιτύχουν την πνευματική τους εξύψωση. Προς αυτήν την κατεύθυνση θα συμβάλλει η δημιουργία βιβλιοθηκών, καθώς και η διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων, εφόσον πρώτα έχει επιτευχθεί πολιτιστική υποδομή με τη δημιουργία αντίστοιχων κέντρων.
4. Ακόμη, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν χρέος να καταβάλουν συντονισμένες προσπάθειες, ώστε να περιοριστούν τα φαινόμενα των γλωσσικών αυθαιρεσιών. Αυτό θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα με τη φιλολογική επιμέλεια των ειδήσεων και των άρθρων που χρησιμοποιούνται για την ενημέρωση. Μια άλλη ουσιαστική συμβολή τους στην άνοδο της ποιοτικής στάθμης της γλώσσας είναι η προώθηση του καλού βιβλίου.
5. Για την άμβλυνση του φαινομένου θα πρέπει να εργαστεί και η πνευματική ηγεσία της χώρας. Η βοήθειά τους στην άνοδο του πνευματικού επιπέδου του λαού και στη γενικότερη πολιτιστική αναβάθμιση του έθνους θεωρείται αποφασιστική.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ:
Κρίνεται λοιπόν αναγκαία η ενεργοποίηση των μεμονωμένων ατόμων και της πολιτείας για τη διάσωση της γλώσσας, όχι μόνο επειδή θεωρείται αναγκαία για την κάλυψη των μεγάλων επικοινωνιακών αναγκών της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας αλλά και για ένα εξίσου σοβαρό λόγο. Η κρίση της γλώσσας αντικατοπτρίζει αυτήν την ίδια την κρίση του έθνους. Επομένως, ο αγώνας για τη διατήρηση της γλωσσικής μας ταυτότητας είναι ταυτόχρονα αγώνας και για τη διατήρηση της ίδιας της ελληνικότητάς μας. Και ο αγώνας αυτός, κυρίως στις μέρες μας, πρέπει να δοθεί και πρέπει να είναι νικηφόρος.
 
Συμπληρωματικές σημειώσεις για τη γλωσσική κρίση
  1. Ανύπαρκτη η φθορά
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η Ελληνική γλώσσα δε διέρχεται κρίση. Τη θέση αυτήν τη θεμελιώνουν με τα εξής επιχειρήματα:
- Η γλώσσα είναι δυναμική, ανανεώνεται και εξελίσσεται.
-Υπάρχει καλύτερο μορφωτικό επίπεδο (εννιάχρονη εκπαίδευση, πανεπιστημιακή μόρφωση).
-Οι νέοι, ειδικότερα, έχουν πολλές προσλαμβάνουσες παραστάσεις που τους επιτρέπουν να εκφράζονται ελεύθερα (Μ.Μ.Ε., δημοκρατία, παγκόσμια κοινωνία κ.α.). Το γεγονός ότι η νεολαία εκφράζεται με ιδιότυπο λεξιλόγιο, δε σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι σε διαφορετική επικοινωνιακή περίσταση οι νέοι αδυνατούν να εκφραστούν ποιοτικά και με ολοκληρωμένα νοήματα.


  1. Υπαρκτή η φθορά
Κάποιοι άλλοι , ωστόσο, διατείνονται ότι η Ελληνική γλώσσα διατρέχει κίνδυνο, όχι με την έννοια της επιβίωσης, αλλά με την έννοια της ποιότητας. Αυτό το βεβαιώνουν:
  • Η αθρόα εισβολή ξενικών γλωσσικών στοιχείων, που αντικαθιστούν Ελληνικές λέξεις προκαλώντας ασυνέχεια και ασυνέπεια στη γλώσσα μας.
  • Η συρρίκνωση του λεξιλογίου, η λεξιπενία.
  • Η συνθηματική ορολογία.
  • Η λανθασμένη χρήση του λεξιλογίου.
  • Η χρήση τυποποιημένων εκφράσεων.
  • Η βραχυλογία και η χρήση αρκτικόλεξων, που παραβιάζουν τη δομή και την αισθητική της γλώσσας.
  • Οι ακυρολεξίες, οι πλεονασμοί και οι κακόσχημοι νεολογισμοί.
  • Η «ξύλινη» γλώσσα, τα «κούφια» λόγια.
  • Τα γραμματικά και συντακτικά σφάλματα.
  • Το υβρεολόγιο, η χυδαιότητα.
  Τη διαπίστωση αυτού του προβλήματος – σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό – τη στοιχειοθετούν:
  • Οι επιγραφές τουριστικών και μη περιοχών.
  • Οι διαφημίσεις.
  • Το ραδιόφωνο και, κυρίως, η τηλεόραση.
  • Τα κρατικά έγγραφα και οι πολιτικές ομιλίες.
  • Η έκφραση της νεολαίας (στον προφορικό και ιδίως στο γραπτό λόγο).
  • Οι τεχνοκράτες.
  • Η καθημερινότητα του βίου μας.

ΑΙΤΙΑ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗΣ
Η φθορά της γλώσσας μας είναι διαρθρωτικό πρόβλημα και πηγάζει από την κρίση του σύγχρονου πολιτισμού και των αξιών του. Ειδικότερα, για τη γλωσσική υποβάθμιση ευθύνονται:
  • Η αποθέωση των υλικών αξιών και της χρηματοθηρίας (καταναλωτική κουλτούρα), που απομακρύνει τον άνθρωπο από τα πνευματικά αγαθά και, επομένως, από τη γλωσσική καλλιέργεια (κυριαρχία ποσότητας σε βάρος της ποιότητας).
  • Ο τεχνοκρατισμός και η εξειδίκευση (θρίαμβος των αριθμών σε βάρος των λέξεων, των νοημάτων και των συναισθημάτων), που οδηγούν, αφενός, στη χρησιμοποίηση ξένων γλωσσικών όρων, εφόσον οι ξένοι παράγουν αντίστοιχη τεχνογνωσία, και, αφετέρου, στην πιθανή αδιαφορία για την ευρύτερη πνευματική, άρα και τη γλωσσική καλλιέργεια, γιατί ζούμε στην εποχή των ειδικών.
  • Οι γρήγοροι ρυθμοί ζωής (κοινωνία ταχύτητας), που δεν ευνοούν τη διαπροσωπική επαφή, μηχανοποιούν τη σκέψη και, συνεπώς, και τη γλώσσα.
  • Η αποξένωση των ανθρώπων στις πολυπληθείς μεγαλουπόλεις ( μια κοινωνία που δεν κοινωνεί, ποια γλώσσα να μιλήσει…).
  • Η «πολιτιστική διείσδυση», πολιτισμικός ιμπεριαλισμός των ισχυρών στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, που αποδεικνύεται από την προβολή της δικής τους γλώσσα). Η αποκοπή από τη γλωσσική μας παράδοση σε συνδυασμό με την ξενομανία (λατρεία του ξένου και υποβάθμιση του εγχώριου) και τον τουρισμό.
  • Η προσπάθεια κατάργησης των «μικρών» ξένων γλωσσών στο πλαίσιο της Ε.Ε. και ο «ηγεμονισμός» της αγγλικής γλώσσας.
  • Η απομάκρυνση από το ποιοτικό λογοτεχνικό βιβλίο σε συνδυασμό με την παθητική τηλοψία και την ενασχόληση στον ελεύθερο χρόνο μας με τις νέες τεχνολογίες («παραπολιτισμός» εικόνας: βλέπω και ακούω, ενώ δε διαβάζω, δε μιλάω, δε σκέφτομαι).
  • Η γλώσσα της διαφήμισης (συνθηματική), τα χαμηλής ποιότητας προγράμματα των ιδιωτικών, κυρίως, τηλεοπτικών σταθμών και τα επαναλαμβανόμενα λάθη των δημοσιογράφων.
  • Η «ξύλινη» και απρόσωπη γλώσσα των πολιτικών, η αδιαφορία των ανθρώπων του πνεύματος (διανοούμενοι) καθώς και τα λαθεμένα γλωσσικά πρότυπα από το οικογενειακό περιβάλλον.
  • Η ανεπαρκής εκπαίδευση: ο παπαγαλισμός οδηγεί στην πνευματική νάρκωση και στην τυποποίηση της σκέψης, τα κακογραμμένα βιβλία απαξιώνουν τη γλώσσα, ο ωφελιμιστικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης ναρκοθετεί την υγιή γλωσσική αγωγή, τα προβλήματα στη διδασκαλία της γλώσσας δεν ευνοούν το σεβασμό σε αυτή κ.α.
  • Η «φύση» των νέων που διακρίνεται από επιθυμία για διαφοροποίηση, ανατρεπτικότητα, καινοτομία, επιπολαιότητα, αμφισβήτηση.
  • Η ολιγωρία κάθε ανθρώπου, απουσία της προσωπικής ευθύνης: ήσσονα προσπάθεια, κρίση προσώπου (μαζοποίηση), εφησυχασμός και αδιαφορία.
Γίνεται φανερό ότι η υποβάθμιση της γλώσσας οδηγεί στην υποβάθμιση της σκέψης και του μορφωτικού επιπέδου, του ήθους και της ψυχής, της επικοινωνίας και του διαλόγου, της πολιτικής αλλά, κυρίως, στην αλλοίωση της εθνικής ταυτότητας και στην αποκοπή από την ελληνική σκέψη.

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΗΣ ΦΘΟΡΑΣ
Γενικά απαιτείται συνειδητοποίηση της αξίας της γλώσσας μέσα από θεσμούς που θα ενθαρρύνουν την παιδεία και θα αναδεικνύουν την ατομική υπευθυνότητα. Η ευθύνη, λοιπόν, βαρύνει όλους μας: τους φορείς αγωγής και παιδείας, την πολιτεία και τους πολίτες.
Α. Οι φορείς αγωγής
-Οικογένεια:  Οι γονείς έχουν χρέος να παρέχουν ερεθίσματα για πνευματική αναζήτηση και να αποτελέσουν υγιές γλωσσικό πρότυπο. Επίσης, οφείλουν να συζητούν γόνιμα και δημιουργικά με τα παιδιά και, κυρίως, να διαβάζουν.
-Σχολείο :  Για την καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας σε νέες, ελκυστικές και σταθερές βάσεις, απαιτούνται καταρτισμένοι εκπαιδευτικοί, ουσιαστική βούληση της πολιτικής ηγεσίας και εκδήλωση γνήσιου ενδιαφέροντος από τους μαθητές. Προς αυτή την κατεύθυνση, η εκπαιδευτική κοινότητα οφείλει να επιδιώκει τα εξής:
  • Την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και ελεύθερη έκφραση του μαθητή.
  • Την επαφή με αξιόλογα κείμενα, κλασικά και σύγχρονα.
  • Την καλλιέργεια του γνήσιου διαλόγου μεταξύ διδάσκοντος και διδασκομένου.
  • Τις πολύπλευρες δοκιμασίες των μαθητών (διαγωνίσματα, διαγωνισμοί δοκιμίου, άρθρου…)
  • Την ηθοπλαστική , ανθρωπιστική θεώρηση της ζωής και το άγγιγμα του συναισθήματος του μαθητή.
  • Την εξοικείωση με όλα τα κειμενικά είδη.
  • Την εκμάθηση της αρχαίας ελληνικής, η οποία αποτελεί τη γλωσσική ρίζα και τη βάση για τη βαθιά κατανόηση της νεοελληνικής.
  • Την ορθή γνώση της γραμματικής και του συντακτικού.
  • Την απρόσκοπτη χρήση του πολλαπλού βιβλίου, τον εμπλουτισμό των δανειστικών  βιβλιοθηκών και , γενικότερα, τη βιωματική κατάκτηση της μητρικής γλώσσας.
  • Πνευματικοί άνθρωποι: Έχουν καθήκον να ενημερώνουν τους πολίτες και την πολιτεία για τα γλωσσικά προβλήματα και να τους ευαισθητοποιούν με διαλέξεις, αρθρογραφία, σύσταση εθνικού φορέα γλώσσας ή συλλόγους φίλων της γλώσσας. Επιπλέον, δική τους μέριμνα είναι η εκλαΐκευση της γλώσσας, χωρίς φυσικά να εκπίπτουν σε άγονο λαϊκισμό. Είναι διαφωτιστές και οφείλουν να «διαπαιδαγωγούν» τον κόσμο.

Β. Η πολιτεία και τα Μ.Μ.Ε.
-Πολιτεία
  • Ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας είναι η σύσταση επιτροπής από ειδικούς γλωσσολόγους, ακαδημαϊκούς, λογοτέχνες, με σκοπό τη γλωσσοπλαστία, την αντικατάσταση των ξένων λέξεων με Ελληνικές και την καθιέρωσή τους στα Μ.Μ.Ε., την εκπαίδευση και τη δημόσια διοίκηση.
  • Παράλληλα, είναι ανάγκη να σέβονται οι ίδιοι τη γλώσσα, να προασπίζουν την ελευθερία έκφρασης των πολιτών (εδραίωση δημοκρατίας) και να εφαρμόζουν πολιτική γνήσιας γλωσσικής εκπαίδευσης στο σχολείο (πολιτική βούληση).
-Μ.Μ.Ε.
  • Έχουν κοινωνικό χρέος να πραγματοποιούν ορθή χρήση της γλώσσας με κατάλληλη εκπαίδευση όσων εμπλέκονται στο δημοσιογραφικό λειτούργημα.
  • Επιβάλλεται η αναβάθμιση των υπαρχόντων προγραμμάτων και η δημιουργία εκπομπών σχετικών με τη γλώσσα (εκπομπές για βιβλία, εκπομπές / παιχνίδια λόγου κ.α.). Κυρίως, όμως, χρειάζεται να περιορίσουν την εμπορευματοποιημένη αντίληψη , που έχουν για τα πράγματα και να συνειδητοποιήσουν ότι δεν είναι μόνον εταιρείες, προς όφελος της μόρφωσης του λαού.
Γ. Ο πολίτης
  • Απαιτείται έμφαση στην πνευματικότητα και εμπλοκή από το κυνήγι των υλικών αγαθών.
  • Ο σύγχρονος άνθρωπος οφείλει να συνειδητοποιήσει ότι η αγάπη για το βιβλίο και το ενδιαφέρον για γλωσσικά ζητήματα (σύσταση συλλόγων) είναι επιλογή ευθύνης, που τον ενδυναμώνει, ώστε να αντισταθεί στη μαζοποίηση και τον τεχνοκρατισμό.
  • Επιπλέον, το κάθε έτοιμο είναι ανάγκη να προβεί σε αυτοκριτική, να εξευγενίσει τον εσωτερικό του κόσμο, να επικοινωνήσει ουσιαστικά με το συνάνθρωπο και να ενδιαφερθεί για την εθνική του ταυτότητα, αποβάλλοντας με κριτική ματιά, το ενδεχόμενο «σύμπλεγμα επαρχιωτισμού».

Η ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
Η γλώσσα αντανακλά, δηλαδή καθρεπτίζει, τηρουμένων των αναλογιών, την ταυτότητα ενός ατόμου. Στην ουσία φανερώνει:
  • Το ήθος του.
  • Τον ψυχισμό του.
  • Τον τρόπο σκέψης και γενικά τις αντιλήψεις του.
  • Την κοινωνικότητά του.
  • Το δημοκρατικό του φρόνημα κ.λ.π.
Για ένα λαό η γλώσσα αντανακλά:
  • Τη στάση του απέναντι στη ζωή και στον κόσμο.
  • Την ιστορία.
  • Τη νοοτροπία.
  • Το υπόβαθρό του κ.α.

Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΟΜΑΘΕΙΑΣ
Γλωσσομάθεια συνιστά η εκμάθηση ξένων γλωσσών και, κατ’ επέκταση, η προσπάθεια εμβάθυνσης στην κουλτούρα και στον πολιτισμό άλλων λαών. Οι λόγοι που επιβάλλουν, καθιστούν αναγκαία τη σπουδή / εκμάθηση των ξένων γλωσσών είναι:
  • Η παγκοσμιοποίηση, δηλαδή το γεγονός ότι η οικουμένη μετατρέπεται σε μια ενιαία οικονομική, πολιτιστική και πολιτική επικράτεια με πολλά κοινά στοιχεία, οπότε η γλωσσομάθεια είναι «εκ των ων ουκ άνευ».
  • Ο οικονομικός (πολυεθνικές εταιρείες) και ο επαγγελματικός ανταγωνισμός (τυπικό εφόδιο, δηλαδή προσόν η ξένη γλώσσα) επιβάλλουν τη σπουδή ξένων γλωσσών.
  • Η ανάπτυξη της τεχνολογίας (Η/Υ, διαδίκτυο, δορυφορική τηλεόραση κ.α.) και η εξέλιξη στο χώρο των επιστημών υποχρεώνουν τον άνθρωπο να «σπουδάσει» τουλάχιστον την αγγλική γλώσσα, για να μπορέσει να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα.
  • Η συνεργασία για την αντιμετώπιση κοινών παγκόσμιων προβλημάτων, κυρίων μεταξύ των κρατών και των επιστημόνων, καθιστά τη γλωσσομάθεια αναπόδραστη ανάγκη.
  • Τέλος, ειδικά για τη χώρα μας, η ένταξή της στην Ε.Ε. και στην Ευρωζώνη καθώς και το γεγονός ότι η «βαριά βιομηχανία» μας είναι ο τουρισμός, αποτελούν σοβαρούς λόγους για τη μελέτη ξένων γλωσσών.
Μια ξένη γλώσσα, σύμφωνα με τον Goethe, είναι «ένα δεύτερο ζευγάρι μάτια». Ωφελούμαστε , λοιπόν, μαθαίνοντας ξένες γλώσσες, διότι:
  • Διευρύνεται ο πνευματικός μας ορίζοντας, πλαταίνει και βαθαίνει η γνώση και η εμπειρία.
  • Επιτυγχάνεται η σφαιρική ενημέρωση και ενισχύεται η δεκτικότητά μας σε νέες ιδέες και αντιλήψεις.
  • Ενδέχεται να οδηγηθούμε σε βαθύτερη κατανόηση της δικής μας γλώσσας (μαθαίνουμε συγκρίνοντας).
  • Νοιώθουμε ασφάλεια και σιγουριά, με το σκεπτικό ότι ελαχιστοποιείται ο «αποκλεισμός» από νέες μορφές αναλφαβητισμού.
  • Πλαταίνει η καρδιά μας, χωράει περισσότερο κόσμο μέσα της και γίνεται πιο ήρεμη και πιο ανθρώπινη, εφόσον διεισδύουμε στον ψυχισμό ενός λαού και μαθαίνουμε τη στάση του απέναντι στη ζωή, στην ιστορία του κ.α.
  • Ενδέχεται να αρθούν στερεοτυπικές αντιλήψεις και προκαταλήψεις, οπότε να συνειδητοποιήσουμε την κοινή μοίρα των λαών και ιδίως ότι οι διαφορές είναι παράγοντας προόδου της ανθρωπότητας (οικουμενικό πνεύμα).
  • Αναπτύσσεται κάθε τομέας του πολιτισμού (γράμματα, τέχνες, αθλητισμός, επιστήμη, οικονομία, πολιτική), αφού μπορούμε να επικοινωνούμε εποικοδομητικά και άμεσα, αλλά και να προβαίνουμε σε γόνιμες ανταλλαγές.
  • Μυούμαστε στους πνευματικούς θησαυρούς κάθε έθνους (αξίες), γεγονός που επιτρέπει την επανιεράρχηση του σύγχρονου τρόπου ζωής (καταναλωτισμός, βία) και την προσπάθεια να ζήσουμε ειρηνικά.
Περιοριστική αντίληψη
Η ξενότροπη γλωσσική παρεμβολή σε άτομα με πλημμελή γνώση της μητρικής τους γλώσσας, η εμμονή στην εκμάθηση ξένων γλωσσών και μάλιστα από πολύ μικρή ηλικία, έχουν ως συνέπεια τη σύγχυση, τη γλωσσική αλλοίωση, την εθνική αποξένωση, την ψυχική και πνευματική ατροφία και κυρίως την υποδούλωση στην ξένη κουλτούρα (καταναλωτισμός). 





ΠΗΓΗ
Κουβουτσάκη Κατερίνα 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου