Κατ’
αρχάς, κανείς δεν θα είχε αντίρρηση να υπάρχει μια τράπεζα, όχι
θεμάτων, αλλά σύγχρονου διδακτικού υλικού, στο οποίο θα εντάσσονταν και
ποικίλης μορφής και διαβάθμισης ερωτήσεις–δραστηριότητες αξιολόγησης της
επίδοσης των μαθητών, ώστε οι εκπαιδευτικοί να τις αξιοποιούν κριτικά
στη διδασκαλία, αλλά και η πολιτεία να διαπιστώνει, με επιστημονικά
σύγχρονες μεθόδους, την επίτευξη ή μη των διδακτικών στόχων της
συγκεκριμένης σχολικής βαθμίδας, για να σχεδιαστούν οι απαραίτητες
βελτιωτικές παρεμβάσεις. Στην περίπτωση όμως της υπαρκτής Τράπεζας
Θεμάτων δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο. Αντίθετα, πρόκειται για έναν
μηχανισμό εξεταστικού και μόνο χαρακτήρα, που λειτουργεί υπονομευτικά
για τη μαθησιακή και κοινωνική λειτουργία του σχολείου.
Αναλυτικότερα, η εφαρμογή και λειτουργία της Τράπεζας Θεμάτων φέτος οδηγεί στα εξής συμπεράσματα:
1.
Με το ευτελές επιχείρημα ότι δεν ολοκληρωνόταν η ύλη στα σχολεία και
ομολογώντας ότι διοικητικά αυτό είναι αδύνατο να ελεγχθεί, η Τράπεζα
αυτή φαντάζει σαν μηχανισμός επίτευξης αυτού του στόχου, αδιαφορώντας ή
αποκρύπτοντας το γεγονός ότι το ζήτημα της ολοκλήρωσης της ύλης είναι
ένα σύνθετο πολυπαραγοντικό ζήτημα.
2.
Δεν υπήρξε καμία ουσιαστική κριτική αξιολόγηση της λεγόμενης «ύλης» και
γενικότερα των γνώσεων που παίρνουν οι μαθητές στις αρχές του Λυκείου.
Τι είναι περιττό, τι είναι χρήσιμο, τι άλλο χρειάζεται να μάθει ένας
νέος στην εποχή της κρίσης που διανύει η χώρα; Αντίθετα, παρατηρήθηκε
δουλική εμμονή σε αναπαραγωγή γνώσεων από αναλυτικά προγράμματα και
σχολικά εγχειρίδια που έχουν παραμείνει τα περισσότερα στην προηγούμενη
20ετία τουλάχιστον.
3.
Αυτή η δουλική εμμονή σε ποσοτικά μεγάλη και ποιοτικά παρωχημένη -σε
αρκετές περιπτώσεις- γνώση συνδυάστηκε με την προχειρότητα και την
τυποποίηση ως κύριο χαρακτηριστικό των ερωτήσεων που δόθηκαν φέτος. Το
γεγονός αυτό αποδεικνύει, εκτός από οργανωτικό αυτοσχεδιασμό, μια
προκλητική επιστημονική ανεπάρκεια, αποτέλεσμα και της αδιαφανούς
συγκρότησης των αντίστοιχων ομάδων «κατασκευής» ερωτήσεων.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το κομβικό μάθημα της Νεοελληνικής
Γλώσσας, όπου η επιλογή ελάχιστων κειμένων (περίπου 60) από ευκαιριακές
πηγές (χωρίς πρωτοτυπία, πολυφωνία, πολυτροπικότητα κ.λπ.) που είχε η
ομάδα στη διάθεσή της, αποδεικνύει όχι μόνο βιασύνη, αλλά και παχυλή
αγραμματοσύνη!
4.
Οι δοθείσες ερωτήσεις, πέραν του εμφανούς προσανατολισμού τους -στις
περισσότερες περιπτώσεις- στη στείρα αναπαραγωγή των σχολικών βιβλίων,
λειτουργούσαν και υπονομευτικά στη φιλοσοφία των προγραμμάτων σπουδών
(οι ερωτήσεις στη Νεοελληνική Γλώσσα είναι αδιαμφισβήτητη απόδειξη).
5.
Η «φαεινή ιδέα» να δημοσιοποιηθούν οι ερωτήσεις δύο μέρες πριν από τις
εξετάσεις και φυσικά μία μέρα μετά τις εκλογές, με παιδαριώδεις
δικαιολογίες, αποτελεί απόδειξη ότι κύριος στόχος ήταν να μην προλάβουν
εκπαιδευτικοί και μαθητές να τις προσεγγίσουν, έστω κι αν αποδύονταν σε
ολονύκτιες πλοηγήσεις στον ωκεανό χιλιάδων ερωτήσεων σε 12 διαφορετικά
μαθήματα! Τρέμω, όταν ακούω ορισμένους φωστήρες του ΙΕΠ να λένε ότι από
τον Σεπτέμβριο η Τράπεζα για τη Β’ Λυκείου θα είναι έτοιμη και ανοιχτή!
Δηλαδή προτείνουν ανενδοίαστα τη λειτουργία της Τράπεζας Θεμάτων ως
μηχανισμού παρακυβέρνησης του σχολείου. Αιδώς Αργείοι!
6.
Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με τα ποικίλα προβλήματα αφομοίωσης και
κατανόησης της ετερόκλητης ύλης τόσων μαθημάτων, οδήγησε στην αυξημένη
αποτυχία πολλών μαθητών, άρα στη διαφαινόμενη επίτευξη του κύριου στόχου
των εμπνευστών της Τράπεζας Θεμάτων, την τοποθέτηση φίλτρων για
σταδιακή μείωση του αριθμού των μαθητών και αποφοίτων του Λυκείου, άρα
στην πράξη και στη συρρίκνωση πολλών σχολών στα ΑΕΙ και ΤΕΙ. Αλήθεια,
γιατί δεν παρουσιάζουν με ειλικρίνεια και επιχειρήματα αυτή την
ιδεολογική θέση, παρά συνθηματολογούν υποκριτικά περί ισότητας των
μαθητών σε μια εκπαιδευτική πραγματικότητα, όπου οι ποικίλες ανισότητες
ζουν και βασιλεύουν;
Αυτά
τα επιμέρους συμπεράσματα για την εφαρμογή της Τράπεζας Θεμάτων (άκουσα
επίσημα χείλη να την αποκαλούν «θεσμό» και θυμήθηκα τον Θουκυδίδη για
την παραποίηση της σημασίας των λέξεων) μας οδηγούν να αναδείξουμε τις
πολύ σοβαρότερες επιπτώσεις της για την πνευματική ελευθερία των
μαθητών, των εκπαιδευτικών και του σχολείου:
● Για τον ψυχισμό των μαθητών που βιώνουν μια αφόρητη πίεση εξετάσεων από την Α’ Λυκείου με επώδυνα αποτελέσματα.
● Για το πνευματικό επίπεδο των μαθητών, αφού μετατρέπονται σε «δοχεία» αποστήθισης στείρων γνώσεων.
●
Για τη διδασκαλία στην τάξη, που μεταβλήθηκε ήδη ουσιαστικά σε κούρσα
απάντησης των χιλιάδων ερωτήσεων της Τράπεζας μακράν κάθε διδακτικής
πρωτοβουλίας ή καινοτομίας.
●
Για το περιβάλλον όλου του σχολείου-Λυκείου, αφού νεκρώνεται από
δημιουργικές δράσεις στον πολιτισμό, στην κοινωνική αλληλεγγύη, στο
περιβάλλον κ.λπ.
●
Για την αναγκαία αλλαγή της εκπαίδευσης ως διέξοδο από την κρίση, αφού
παρουσιάζονται ως μεταρρυθμίσεις τεχνικού και εξεταστικού χαρακτήρα
ρυθμίσεις που ουσιαστικά συντηρούν τα προβλήματα, τους μηχανισμούς, τις
συμπεριφορές και τα πρόσωπα, τα οποία ευθύνονται για τη σημερινή κρίση.
●
Για την ίδια την ελληνική κοινωνία, η οποία βλέπει στην εποχή της
κρίσης την επόμενη γενιά ψυχικά και ιδεολογικά δουλαγωγημένη, αλλά και
σταδιακά εκπαιδευτικά και κοινωνικά περιθωριοποιημένη.
Υπάρχει
όμως κάτι ακόμα πιο επικίνδυνο! Αν δεχτούμε την άποψη ότι «ο
ολοκληρωτισμός ταυτίζεται με την επιβεβλημένη ομοιομορφία», το εγχείρημα
της Τράπεζας Θεμάτων, με την απολυτότητα, την ισοπεδωτική ομοιομορφία,
τον ψευδεπίγραφο εξισωτισμό και τη στέρηση της ελευθερίας της έκφρασης
και της ερμηνείας, αποτελεί έναν ακόμα μηχανισμό που στρώνει τον δρόμο
στο κτήνος του φασισμού! Κι αυτό δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε και
κυρίως να το επιτρέψουμε ως πολιτικοί και ως πολίτες με δημοκρατική
ευαισθησία και σεβασμό στην ανθρώπινη ύπαρξη.
ΠΗΓΗ
Κώστας Αγγελάκος, Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου