Πρώτα ο Ρήγας Βελεστινλής, το 1797, εκδίδοντας στη Βιέννη το φυλλάδιο που περιείχε την επαναστατική προκήρυξη, το κείμενο του πολιτεύματος και τον Θούριο (αντίτυπα του οποίου διοχετεύτηκαν στις κοινότητες της βαλκανικής διασποράς στην Κεντρική Ευρώπη), κι ύστερα ο Κωστής Παλαμάς, το 1913, σχημάτισαν με την πολιτική-ποιητική τους φαντασία μια Βαλκανική Ουτοπία.
Τώρα πια μπορεί να ακούγεται δικαιωμένο, σχεδόν αυτονόητο, το ποιητικό πόρισμα του Μανόλη Αναγνωστάκη, «κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα», η εμπλοκή πάντως της ποίησης με την πολιτική είναι παμπάλαιη. Οι στίχοι, τραγουδισμένοι ή όχι, ανέλαβαν συχνά, όχι μόνο στα δικά μας μέρη, τον ρόλο της θρυαλλίδας. Δεν χρειάζεται να καταφύγουμε στην αρχαιότητα, στον Τυρταίο ή στα στασιωτικά ποιήματα του Αλκαίου. Αρκεί να θυμηθούμε πως ο σολωμικός «Υμνος εις την Ελευθερίαν», που γράφτηκε τον Μάιο του 1823 και τυπώθηκε το 1824 στο Μεσολόγγι, δεν ήταν μια εκτός ιστορίας υπόθεση των γραμμάτων, αφού συγκίνησε αγωνιστές και λογίους και πλήθυνε τους φιλέλληνες.
Ας επανέλθουμε στον Φεραίο. Μόλις τυπώθηκε το επαναστατικό του φυλλάδιο, όπως σημειώνει ο Πασχάλης M. Κιτρομηλίδης (στην εισαγωγή του στον πέμπτο τόμο των Απάντων του Βελεστινλή που εξέδωσε η Βουλή των Ελλήνων), «ο κύριος όγκος των αντιτύπων συσκευάσθηκε σε κιβώτια για να μεταφερθεί από τον ίδιο τον Ρήγα στην Ελλάδα και να διανεμηθεί στον λαό για να υποκινηθεί επανάσταση κατά του δεσποτισμού» (κατά της «δυσφορωτάτης τυραννίας του οθωμανικού βδελυρωτάτου δεσποτισμού» με τα λόγια του Ρήγα). Στην Τεργέστη, «μετά την προδοσία και τη σύλληψη του Ρήγα από τις αυστριακές αρχές, το κιβώτιο με τα έντυπα κατασχέθηκε. O φόβος που ακολούθησε τη σύλληψη και την εκτέλεση του Ρήγα και η ενεργός εκστρατεία της Εκκλησίας εναντίον των ιδεών του κατά το έτος 1798 είχαν ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση όλων των αντιτύπων που κυκλοφορούσαν παράνομα εντός της οθωμανικής επικράτειας». Την επανέκδοση του Θούριου, στην Κέρκυρα, τη χρωστάμε στον Χριστόφορο Περραιβό.
Αν «με τον Θούριο ο Ρήγας εισήγαγε έναν νέο όρο στο ελληνικό ποιητικό λεξιλόγιο», ο ίδιος εισήγαγε στο ελληνικό πολιτικό λεξιλόγιο τον όρο «πατριωτισμός», ο οποίος, στη γαλλική του μορφή, δήλωνε τον οπαδό της Γαλλικής Επανάστασης. Ο,τι προβλέπει στο Σύνταγμά του ο Βελεστινλής, το αποδίδει και σε στίχους, απευθυνόμενους σε λαϊκότερο ακροατήριο: «H Ελληνική Δημοκρατία είναι μία, με όλον οπού συμπεριλαμβάνει εις τον κόλπον της διάφορα γένη και θρησκείας· δεν θεωρεί τας διαφοράς των λατρειών με εχθρικόν μάτι. [...] O ελληνικός λαός, τουτέστιν ο εις τούτο το βασίλειον κατοικών, χωρίς εξαίρεσιν θρησκείας και γλώσσης, διαμοιράζεται εις πρώτας συναθροίσεις εις τας τοπαρχίας (ήγουν καδηλίκια) διά να βάλη εις πράξιν την αυτοκρατορικήν εξουσία του», διαβάζουμε στο Σύνταγμα δύο άρθρα που η πραγμάτωσή τους εκκρεμεί.
Και έμμετρα πια: «Σ' ανατολή και δύση και νότον και βοριά, / για την πατρίδα όλοι να 'χωμεν μια καρδιά. / Στην πίστη του καθένας, ελεύθερος να ζη. [...] Βουλγάροι κι Αρβανίτες, Αρμένοι και Ρωμιοί, / Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή, / για την ελευθερίαν να ζώσωμεν σπαθί». Στη δημοκρατία του Ρήγα χωρούν ακόμα Βλάχοι και Σέρβοι («του Σάβα και Δουνάβου, αδέρφια Χριστιανοί»), Μαυροθαλασσινοί και Λαζοί, Χριστιανοί, «εθνικοί» και Τούρκοι, αφού η προτροπή είναι «να σφάξωμεν τους λύκους που στον ζυγόν βαστούν, / και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά τούς τυραννούν».
Ξαναδιαβάζει κανείς όλα τούτα τα φωτισμένα, που οι πιο «αυστηροί» ίσως τα χαρακτηρίσουν ανιστόρητα προϊόντα αχάλινης φαντασίας, μετράει και ξαναμετράει πόσα μέτωπα μένουν ανοιχτά στην πυριτιδαποθήκη των Βαλκανίων, καθώς και πόσες αφορμές μίσους ανακαλύπτουν οι μεγαλοΐδεάτες που ζουν πίσω απ' όλα τα σύνορα, και βεβαιώνεται ότι το σάλπισμα του Ρήγα ήχησε στο κενό. Το προσκλητήριό του δεν βρήκε πολιτική συνέχεια, βρήκε όμως ποιητικό διάδοχο, έστω υπό σμίκρυνση. Μιλώ για την «Μπαλκανική συμπολιτεία» του Κωστή Παλαμά, ποίημα που αρχίζει και τελειώνει με το στίχο «Πλατιά είν' η γη μας για το τράνεμα όλων».
Αν ο Ρήγας εδραζόταν στον επαναστατικό ενθουσιασμό και συναρτούσε το όραμά του με το γεγονός ότι υπήρχε ένας δυνάστης, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, που σκίαζε όλους τους βαλκανικούς λαούς, ο Παλαμάς, πάνω από έναν αιώνα μετά, νιώθει ότι οφείλει να ερμηνεύσει, να δικαιολογήσει, για να μην ακουστεί παράταιρος. Δοκιμάζει λοιπόν να κατευνάσει τα πάθη («γαλήνεψε, θυμέ, και σβήσε, φτόνε») και στρέφεται προς την ίδια την ιστορία για να την πείσει να πάψει να είναι «βραχνάς», με το (δις επαναλαμβανόμενο) επιχείρημα «αλλάζουν οι αιώνες»:
«Μπαλκανική Συμπολιτεία! Απ' άκρη / σ' άκρη, στη γη την κατασπαρασμένη, / στη φωτομάνα Ανατολή, γιορτάστε, / και ομόφυλοι και αλλόφυλοι, το θάμα. / Ιστορία! το πέτρινο είδωλό σου / στο σιδερένιο βάθρο του μαγνάδι / πλατύ, αλαφρό, αραχνένιο ας το σκεπάσει [...] Κατέβα, πέτρινο είδωλο, κατέβα / από το σιδερένιο σου το βάθρο, / και περπάτησε. Ας είσαι οδηγητής μας, / όχι βραχνάς. Αλλάζουν οι αιώνες. [...] Μπαλκανικοί αδερφοποιτοί, χορεύτε / τον πυρρίχιο χορό παλικαρίσια, / το χορό το χαϊντούκο και τον κλέφτη, /και σύρτε το χορό με την αράδα / χεροπιασμένοι, ο ένας του άλλου, και όλοι».
Ο Παλαμάς εδώ, όπως σημειώνει ο Π. Δ. Μαστροδημήτρης στο βιβλίο «H νεοελληνική σύνθεση» («Νεφέλη», 1999), «θυμάται και δοξολογεί το όραμα του Χαρίλαου Τρικούπη (τη Βαλκανική Ομοσπονδία) κατά το 1913, λίγο μετά τους μεγάλους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους, βλέποντας στην έκβασή τους όχι την υπερίσχυση του ελληνικού κράτους, αλλά την απαρχή μιας ευρύτερης συνεννόησης των λαών της Βαλκανικής. Σε μιαν εποχή εθνικιστικών παραληρημάτων, ο Τρικούπης είχε οραματισθεί μια υπερεθνική συνεργασία, γεγονός που επαινεί με επικολυρικό τρόπο ο Παλαμάς».
Οι «μπαλκανικοί αδερφοιποιτοί» ή «σταυραδέρφια» που προσκαλεί ο ποιητής (Σέρβοι, Μαυροβουνιώτες, Βούλγαροι) ορίζουν μια γεωγραφία στενότερη εν συγκρίσει με το ανοιχτό προσκλητήριο του Ρήγα. Για να τους πείσει μάλιστα να συσπειρωθούν αντλεί ένα επιχείρημα από το ιδανικευμένο παρελθόν («Της πίστης είμαι και της αρμονίας / πολίτης, τι με γέννησεν η Ελλάδα»), το οποίο όμως έπρεπε πρώτα να βρει ανταπόκριση στην ίδια την Ελλάδα.
Περίπου άλλον έναν αιώνα μετά, σήμερα, η «υποψία», που κι ο Παλαμάς την έβλεπε να δουλεύει, δεν έχει μείνει άνεργη. Οσο για την ιστορία, συνεχίζει να ειρωνεύεται: Το στρατόπεδο της ελληνικής αποστολής στο Κοσσυφοπέδιο ονομάζεται «Ρήγας Φεραίος».
ΠΗΓΗ
Παντελής Μπουκάλας, Η Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου